Για πόσο θα συνεχιστεί η ενεργοποίηση των ρηγμάτων
Shutterstock
Shutterstock
Αμερικανικές Τράπεζες

Για πόσο θα συνεχιστεί η ενεργοποίηση των ρηγμάτων

Με κέρδη ολοκλήρωσαν τη συνεδρίαση της Παρασκευής τα περισσότερα διεθνή χρηματιστήρια, με τα καλά αποτελέσματα της Apple και της Αdidas να κλέβουν την παράσταση στα χρηματιστηριακά ταμπλό, ενώ καλοδεχούμενη ήταν και η αποκλιμάκωση στις πιέσεις πολλών περιφερειακών τραπεζών, με τον ΚΒW Regional Banking Index να καταφέρνει να κερδίσει χθες 4,7%.

Αν και παρά την άνοδο της Παρασκευής, σε εβδομαδιαίο επίπεδο οι απώλειες του εν λόγω δείκτη είναι 8% και από την αρχή της χρονιάς οι απώλειες του είναι πέριξ του 27%, εντούτοις η ανάπαυλα στις χρηματιστηριακές πιέσεις των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ επέτρεψε στην επενδυτική αισιοδοξία να «ξεμυτίσει», οδηγώντας τη μητέρα των αγορών μακριά από τη στήριξη του μέσου κινητού των 50 ημερών και πάνω από την κομβική ζώνη των 4122-4133 μονάδων. 

Αν και για άλλη μια φορά δεν κατάφερε ο S&P500 να μας δώσει εβδομαδιαίο κλείσιμο πάνω από τη ζώνη των 4185-4193 μονάδων που είναι και το τεχνικό ζητούμενο για τους «ταύρους» της αγοράς, εντούτοις η ανάσα της Παρασκευής προσφέρει στην αγορά τα δύο πράγματα που αυτή τη στιγμή χρειάζεται περισσότερο, χρόνο και ...λίπος.


 

Τα πάντα είναι θέμα οπτικής

Η αγορά προσπάθησε χθες να δει το ποτήρι «μισογεμάτο» εστιάζοντας στη θετική θεώρηση των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής αυτής της εβδομάδας. 

Η Fed ναι μεν δεν ξεκαθάρισε την πιθανότητα η αύξηση των 25 μονάδων βάσης αυτής της εβδομάδας να είναι και η τελευταία, αλλά δεν την απέκλεισε κιόλας. (σ.σ: Ο Powell πολύ έντεχνα αρνήθηκε να δηλώσει ξεκάθαρα στη συνέντευξη Τύπου εάν η νομισματική πολιτική θεωρείται πλέον «αρκετά περιοριστική»).

Η ΕΚΤ από την άλλη αύξησε επίσης αυτή την εβδομάδα τα επιτόκιά της, αλλά κατά 25 και όχι κατά 50 μονάδες βάσης. H αγορά προτίμησε να συγκεντρωθεί στο γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα «κατέβασε ταχύτητα» στη σύσφιξη της πολιτικής της και αυτή ήταν η μικρότερη αύξηση από τις επτά αυξήσεις του τρέχοντος κύκλου νομισματικής σύσφιξης.

Κράτησε δε στο πίσω μέρος του μυαλού της τις προειδοποιήσεις της Λαγκάρντ ότι «οι προοπτικές για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να είναι υπερβολικά υψηλές για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα», όπως και τις δηλώσεις του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Γαλλίας και μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ για την πιθανότατα να υπάρξουν μερικές ακόμη αυξήσεις επιτοκίων:  «Η διάρκεια των αυξήσεων των επιτοκίων τώρα είναι πιο σημαντική από την ταχύτητα... Θα επιμείνουμε μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός».

Η αλήθεια είναι ότι οι πληθωριστικές πιέσεις στη Γηραιά Ήπειρο είναι μεγαλύτερες από ότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Επιπλέον τα επιτόκια στις ΗΠΑ μετά την αύξηση αυτής της εβδομάδας ξεπέρασαν ελαφρώς τον πληθωρισμό,εξ’ου και η πίεση της αγοράς αυτή να είναι η τελευταία αύξηση.

Η πορεία του πληθωρισμού είναι όμως αυτή που κρατά την μπαγκέτα της Fed και όπως άφησε να εννοηθεί ο Powell την Τετάρτη, υπάρχουν στοιχεία που προβληματίζουν όσον αφορά την περαιτέρω πορεία του.

Για παράδειγμα, τα στοιχεία από το Ερευνητικό Ινστιτούτο ADP την Τετάρτη έδειξαν ότι οι μισθοδοσίες στον ιδιωτικό τομέα σημείωσαν τη μεγαλύτερη άνοδό τους από τον Ιούλιο του 2022, με τις αμοιβές των εργαζομένων να έχουν σημειώσει αύξηση κατά 1,2% το πρώτο τρίμηνο. Πρόκειται για έναν ρυθμό τον οποίο ο Powell χαρακτήρισε «ασυνεπή» με τους στόχους του για μείωση του πληθωρισμού. 

Επίσης, η αγορά μπορεί να «χαιρέτισε» τα στοιχεία από την αγορά εργασίας την Παρασκευή, σύμφωνα με τα οποία η αμερικανική οικονομία δημιούργησε 253.000 νέες θέσεις εργασίας τον Απρίλιο, ξεπερνώντας τις εκτιμήσεις των αναλυτών για 180.000, δεδομένου όμως ότι : 

- οι νέες θέσεις παραμένουν πολύ παραπάνω από το επίπεδο των 70.000-100.000 που χρειάζεται για να καλύπτεται η αύξηση του πληθυσμού που είναι σε ηλικία εργασίας,

-οι μέσες ωριαίες αποδοχές αυξήθηκαν κατά 0,5% τον Απρίλιο μετά από άνοδο 0,3% τον Μάρτιο, ενώ οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 4,4% σε ετήσια βάση τον Απρίλιο, επιταχύνοντας από την άνοδο του Μαρτίου κατά 4,3%,

τα στοιχεία αυτά αν και κρατούν μακριά τους φόβους της ύφεσης, εντούτοις μπορεί να προβληματίζουν περαιτέρω τους αξιωματούχους της Fed όσον αφορά την εξέλιξη των πληθωριστικών πιέσεων.

Μέσα από αυτό το οπτικό πεδίο λοιπόν, ακόμα και αν στις ΗΠΑ αυτή ήταν η τελευταία αύξηση, απέχουμε πολύ από το χρονικό ορόσημο της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Τουτέστιν, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με υψηλά επιτόκια για πολύ καιρό ακόμα.

Οι αποκαλύψεις λόγω άμπωτης και ο αγώνας δρόμου των τραπεζών

Οι τράπεζες είναι αυτές που πρέπει να προσαρμοστούν πρώτες από όλους στο νέο περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων και ειδικά αυτές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι πιο αδύναμοι κρίκοι του συστήματος.

Αν και η αγορά αναθάρρησε την Παρασκευή από την ανάπαυλα στον ΚΒW Regional Banking Index, καθώς πολλές περιφερειακές τράπεζες που είχαν δεχθεί εξαιρετικά μεγάλες πιέσεις μέσα στην εβδομάδα, πήραν έναν καλό ποσοστό πίσω- η PacWest για παράδειγμα ενισχύθηκε κατά 81,7%, μειώνοντας τις απώλειες σε εβδομαδιαίο επίπεδο στο -43% και από την αρχή του έτους στο -74,5%-εντούτοις είναι παρακινδυνευμένο να θεωρήσουμε δεδομένο ότι η First Republic Bank ήταν το τελευταίο κεφάλαιο στο βιβλίο της πτώσης των αμερικανικών περιφερειακών τραπεζών. 

Όπως όμως γράψαμε και πιο πάνω, είναι σημαντικά τα διαστήματα ανάπαυλας προκειμένου να προλαβαίνει η επενδυτική ψυχολογία να αναρρώνει και οι δείκτες των αγορών να κάνουν «λίπος», ενώ την ίδια στιγμή να εξασφαλίζεται ο πολύτιμος χρόνος για το τραπεζικό σύστημα και τις εποπτικές αρχές να διορθώσουν τα κακώς κείμενα.

Η Fed έκανε την αρχή αναγνωρίζοντας στην τελευταία της έκθεση ότι η τραπεζική κρίση που βιώνουμε είναι ως έναν σημαντικό βαθμό απόρροια της χαλάρωσης των κανονισμών και των ρυθμίσεων που διέπουν το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και που εφαρμόστηκαν επί προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ. 

Το 2018 το Κογκρέσο μείωσε τους κανόνες που διέπουν την ελάχιστη ρευστότητα και τον σχεδιασμό κρίσεων των μικρότερων τραπεζών, απαλλάσσοντας τις τράπεζες με ενεργητικό κάτω των 250 δις δολαρίων από την αυστηρή εποπτεία. 

Το χαλαρό θεσμικό πλαίσιο από τη Fed σε συνδυασμό με την πλημμυρίδα ρευστότητας της τελευταίας δεκαετίας που είχε αυξήσει τη διάθεση για ριψοκίνδυνα αναπτυξιακά μοντέλα, οδήγησαν νομοτελειακά σε πλημμελή λειτουργία τα τμήματα εσωτερικού ελέγχου και της διαχείρισης κινδύνου πολλών τραπεζών.

Η άμπωτη που ξεκίνησε όταν στις 16 Μαρτίου του 2022 η Fed άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια, αρχίζει να «αποκαλύπτει» σιγά σιγά τους κρίκους του συστήματος που είτε έχουν πάρει υπερβολικά ρίσκα, είτε αργούν επικίνδυνα να προσαρμοστούν στη νέα εποχή, όπου η ρευστότητα περιορίζεται και το χρήμα κοστίζει ακριβότερα. 

Δεδομένου ότι τα υπερβολικά ρίσκα του συστήματος τα έχουμε εξηγήσει πολλάκις, σήμερα θα επικεντρωθούμε σε ένα κομμάτι του δεύτερου σκέλους, ήτοι στην αδυναμία έγκαιρης προσαρμογής πολλών τραπεζών στα νέα δεδομένα.

Βλέπετε, τα νέα υψηλά επιτόκια έδωσαν ώθηση στα κέρδη των μεγάλων τραπεζών, καθώς οι τελευταίες δεν έχασαν καθόλου χρόνο και αύξησαν ταχύτατα τα επιτόκια χορηγήσεων. 

Δεν έκαναν όμως το ίδιο στα καταθετικά επιτόκια, θεωρώντας την καταθετική τους βάση δεδομένη.

Πολλοί αποταμιευτές όμως διέψευσαν αυτή την υπόθεση ήδη από τα τέλη του 2022, αποσύροντας τις καταθέσεις τους είτε σε άλλες τράπεζες με υψηλότερα επιτόκια, είτε σε αμοιβαία διαχείρισης διαθεσίμων, είτε σε ομόλογα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης που πλέον έχουν σεβαστή απόδοση κ.α.

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg, μόνο από τις JPMorgan, Bank of America, Citi και Wells Fargo αποσύρθηκαν τους πρώτους τρεις μήνες του 2023, σχεδόν 100 δις δολάρια. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι μεγάλες τράπεζες χάνουν σταθερά καταθέσεις τους τελευταίους 12 μήνες. Φανταστείτε τι γίνεται στις μικρότερες.

Οι καταθέσεις όμως είναι συνήθως η φθηνότερη πηγή χρηματοδότησης των τραπεζών και μια μεγάλη μείωσή τους θα οδηγήσει νομοτελειακά στον περιορισμό της χρηματοδότησης της οικονομίας, πέραν του βαθμού που επιθυμεί η Fed για να ελεγχθεί ο πληθωρισμός και στο τέλος της ημέρας, στην κατάρρευση του ισολογισμού τους.

Οι τράπεζες λοιπόν θα πρέπει να επιλέξουν μεταξύ της μεγιστοποίησης του κέρδους που συνεπάγεται χαμηλά επιτόκια καταθέσεων ή της προστασίας της καταθετικής τους βάσης, που συνεπάγεται αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων. 

Αν και η δεύτερη επιλογή μπορεί να φαίνεται πιο επίπονη, στην ουσία είναι αυτή που θα τους εξασφαλίσει ρευστότητα και σταθερότητα, δύο παράγοντες που θα κρίνουν τη βιωσιμότητα πολλών τραπεζών, ειδικά αν τα επιτόκια παραμείνουν υψηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. 

Ακόμα και εάν το Κογκρέσο επεκτείνει την ασφάλιση καταθέσεων, αν δεν διορθωθούν τα υποκείμενα προβλήματα του κλάδου, θα βλέπουμε ολοένα και περισσότερες μικρότερες τράπεζες να εξαγοράζονται από μεγαλύτερες, οδηγούμενοι σε μια συγκέντρωση του κλάδου γύρω από 11 έως 15 μεγάλα ονόματα. 

Όπως παραδέχθηκε όμως και η υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γιέλεν, στην American Bankers Association, οι μικρότερες τράπεζες είναι ζωτικής σημασίας, τόσο για τις γνώσεις τους για τις τοπικές οικονομίες, όσο και ως πηγή ανταγωνισμού. Θα είναι κρίμα λοιπόν να βγουν από τον χάρτη.

Επειδή οι τράπεζες δεν είναι τίποτε παραπάνω λοιπόν από ένα παιχνίδι εμπιστοσύνης, θα πρέπει να «τρέξουν» να κερδίσουν την εμπιστοσύνη πρωτίστως των καταθετών τους. 

 Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.