Ο Πάουελ κρατά στο χέρι το «πρόσημο» της Wall Street

Ο Πάουελ κρατά στο χέρι το «πρόσημο» της Wall Street

Σήμερα ολοκληρώνει τη διήμερη συνεδρίαση της η Fed και το μεγάλο στοίχημα στις αγορές είναι όχι τόσο η απόφαση αν θα ανεβάσει άλλες 25 μονάδες βάσης τα επιτόκια - κάτι που άλλωστε η αγορά έχει προεξοφλήσει - αλλά αν το συνοδευτικό κείμενο και η συνέντευξη του Τζερόμ Πάουελ υπαινιχθούν ότι αυτή θα είναι και η τελευταία αύξηση, τουλάχιστον προς το παρόν.

Η αλήθεια είναι ότι στη σημερινή συνέντευξη Τύπου που θα ακολουθήσει τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής δεν θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του Τζερόμ Πάουελ, καθώς θα πρέπει να απαντήσει με μαεστρία όχι μόνο για τις προοπτικές της οικονομίας και την πορεία του πληθωρισμού, αλλά και για το νέο κεφάλαιο της τραπεζικής κρίσης των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ, αυτό της κατάρρευσης της First Republic Bank.  

Μάλιστα η σημερινή συνέντευξη θα δοθεί μετά από μια περιπετειώδη μέρα στη Wall Street, κατά την οποία οι περιφερειακές τράπεζες δέχθηκαν εκ νέου μεγάλες πιέσεις, παρά τις ελπίδες ότι η εξαγορά της First Republic Bank από την JPMorgan Chase θα βάλει τίτλους τέλους στην τραπεζική κρίση. 

Χθες ο δείκτης KBW Regional Banking σημείωσε απώλειες ως και πάνω από 6% με πολλές μετοχές περιφερειακών ιδρυμάτων να σημειώνουν πτώση έως και 22%.  Εκ των πραγμάτων λοιπόν ο Πάουελ θα πρέπει να λάβει υπόψιν του αυτό που του λέει η αγορά.

Και τι είναι αυτό;

Ότι η οικονομία των ΗΠΑ έχει αρχίσει να παρουσιάζει τις πρώτες παρενέργειες από τις δεκαετίες εύκολου χρήματος σε συνδυασμό με τα κενά στην εποπτεία και τη ρύθμιση.

Ο ιδιαίτερα επιθετικός κύκλος αύξησης των επιτοκίων λοιπόν που διανύουμε, «τράβηξε» τα νερά, αποκαλύπτοντας τις αδυναμίες και τις ατασθαλίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος και φέρνοντας τους «γυμνούς βασιλιάδες» σε κοινή θέα. 

Τη δεδομένη χρονική στιγμή λοιπόν η αγορά με τον τρόπο της ζητά από τον Πάουελ χρόνο. Χρόνο για να διορθωθεί επαρκώς το εποπτικό πλαίσιο, χρόνο για να μπορέσει να «μαζευτεί» το υπερβολικό ρίσκο που ανέλαβε ο τραπεζικός κλάδος τις εποχές των μηδενικών επιτοκίων και χρόνο για να απορροφήσει η οικονομία τις τρέχουσες αυξήσεις. Τουτέστιν, εμμέσως πριν σαφώς ζητά πάγωμα των επιτοκίων

Βλέπετε, η απότομη αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να τιθασεύσουμε τον πληθωρισμό έχει σημαντική επίδραση στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις απώλειες στην αποτίμηση των ομολόγων στο επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο - θυμηθείτε τα στοιχεία της FDIC σύμφωνα με τα οποία στα χαρτοφυλάκιο ομολόγων και μετοχών του αμερικανικού τραπεζικού τομέα υπάρχουν εν δυνάμει ζημιές, τουτέστιν ζημιές που θα ήταν άμεσες αν γινόταν αύριο mark to market αξιολόγηση των χρεογράφων τους, πέριξ των 620 δισ δολαρίων -  αλλά και στα ρίσκα που αρχίζουν να εμφανίζονται στον ορίζοντα εξαιτίας των υψηλότατων επίπεδων μόχλευσης. 

Τα χαμηλά επιτόκια των προηγούμενων ετών εξοικείωσαν τους διαχειριστές  στην ανάληψη υψηλών ρίσκων. Τα υψηλά επιτόκια ενεργοποιούν πολλά από αυτά τα ρίσκα σήμερα.

Η First Republic Bank για παράδειγμα ανέλαβε υποθήκες όταν τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά και τις διατήρησε στα βιβλία της. Έτσι, το μεγάλο απόθεμα στεγαστικών δανείων της First Republic έχανε την αξία του κάθε φορά που τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων αυξάνονταν.

Παράλληλα, μετά το πρώτο κεφάλαιο της τραπεζικής κρίσης τον φετινό Μάρτιο, η εμπιστοσύνη δεν επανέκαμψε εξίσου για όλες τις τράπεζες, καθώς οι επενδυτές και οι καταθέτες άρχισαν να γίνονται πολύ πιο αυστηροί με τα κριτήρια τους. Κάτι βέβαια που ήταν αναμενόμενο.(σ.σ: Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ). 

H First Republic Bank λοιπόν έγινε άλλο ένα τρανταχτό παράδειγμα κλονισμού τραπεζικής πίστης, όταν την περασμένη Δευτέρα αποκάλυψε ότι οι πελάτες της είχαν αποσύρει καταθέσεις ύψους 102 δις δολαρίων τους πρώτους τρεις μήνες του έτους - το τελικό νούμερο των 72 δισ προέκυψε χάρη στην εισροή 30 δις δολαρίων σε καταθέσεις στην τράπεζα από μια ομάδα 11 μεγαλύτερων τραπεζών τον Μάρτιο, ακριβώς λίγο πριν από το τέλος του πρώτου τριμήνου - πολύ περισσότερο από το ήμισυ των 176 δισ που διατηρούνταν στην τράπεζα στα τέλη του 2022. 

Μετά τη μαζική φυγή καταθέσεων και την κατάρρευση της μετοχής της, η First Republic Bank περιήλθε τις τελευταίες εβδομάδες σε μια κατάσταση πλήρους στασιμότητας, πληρώνοντας για τη χρηματοδότησή της όσα σχεδόν εισέπραττε από τα δάνειά της. Έγινε μάλιστα γνωστό ότι είχε δανειστεί 92 δισ δολάρια, κυρίως από τη Fed και τους χρηματοδοτούμενους από την κυβέρνηση ομίλους δανεισμού, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι έπρεπε να στραφεί στους δανειστές έσχατης ανάγκης του χρηματοπιστωτικού κλάδου για να διατηρηθεί εν ζωή.

Κάθε τραπεζική κατάρρευση όμως, έχει σαν αποτέλεσμα να κάνει τους επενδυτές και τους καταθέτες ολοένα και πιο επιφυλακτικούς και τις τράπεζες ολοένα και πιο προβληματισμένες για την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού τους και φυσικά τα επίπεδα μόχλευσης. 

Αυτή ακριβώς η επιφυλακτικότητα από όλες τις πλευρές, μπορεί να καταστήσει τον δανεισμό πιο δύσκολο και φυσικά πιο δαπανηρό, εμποδίζοντας στο τέλος της ημέρας την ανάπτυξη της οικονομίας. 

Η αγορά λοιπόν με τη χθεσινή της πτώση υπέδειξε κατά έναν τρόπο στον Πάουελ ότι ήρθε η ώρα να επιβραδύνει ή ίσως και να αναστείλει το κύμα αυξήσεων των επιτοκίων, τουλάχιστον προς το παρόν, δεδομένου ότι η σκυτάλη της σύσφιξης έχει ήδη περάσει στις δυνάμεις της αγοράς και ένα πάγωμα των επιτοκίων είναι απαραίτητο προκειμένου να εξασφαλισθεί πολύτιμος χρόνος: 

- για τις τράπεζες, ώστε να διορθώσουν τα κακώς κείμενα στον ισολογισμό τους,

- για την οικονομία, προκειμένου να απορροφήσει τις μέχρι τώρα αυξήσεις και να «συνηθίσει» τη «νέα τάξη πραγμάτων», που είναι τελείως διαφορετική από εκείνη κατά την οποία οι Κεντρικές Τράπεζες κάθε φορά που υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα, μείωναν τα επιτόκια, εκτύπωναν χρήματα και όλα εκτοξεύονταν και πάλι στο ροζ συννεφάκι της αιώνιας ρευστότητας. 

Αυξάνεται η ταχύτητα επαναρρύθμισης της αγοράς

Σε έναν ειλικρινή απολογισμό η Fed την προηγούμενη εβδομάδα αναγνώρισε τη χαλάρωση του εποπτικού πλαισίου ως έναν από τους βασικούς παράγοντες της τρέχουσας τραπεζικής κρίσης. Δεδομένου ότι η αναγνώριση του προβλήματος υποδεικνύει πολλές φορές και τη λύση του, αυτή η έκθεση της Fed αποτελεί και το πρώτο κεφάλαιο της επαναρρύθμισης της αγοράς.

Είναι λοιπόν εξαιρετικά ευοίωνο ότι ήδη οι Δημοκρατικοί έχουν εισαγάγει ένα νομοσχέδιο που καταργεί μέρος των όσων προβλέπει ο νόμος - επί διακυβέρνησης Τραμπ - περί τραπεζικών ρυθμίσεων. 

Το νομοσχέδιο ονομάζεται Secure Viable Banking Act και έχει ως στόχο να επαναφέρει τις τράπεζες με ενεργητικό τουλάχιστον 50 δις δολαρίων υπό την αυστηρή εποπτεία της Fed και υπό τα σενάρια των stress tests που προβλέπει ο νόμος Dodd-Frank.

Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με το διακομματικό νομοσχέδιο του 2018 για τη χαλάρωση του Dodd-Frank, το όριο αυτό είχε αυξηθεί στα 250 δις δολάρια, τουτέστιν εξαιρέθηκαν της αυστηρής εποπτείας πολλές τράπεζες όπως για παράδειγμα η Silicon Valley Bank.

Αυτό ακριβώς εννοούσε η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, η επικεφαλής του ΔΝΤ, όταν κατηγόρησε πριν δύο ημέρες τον «εφησυχασμό» και την περιττή απορρύθμιση για τις χρεοκοπίες των αμερικανικών τραπεζών. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Γνωρίζουμε ότι υπήρξε περιττή απορρύθμιση... και τώρα είδαμε το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουμε. Είδαμε ότι η εποπτεία δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο».

Βέβαια, τέτοιου είδους δηλώσεις πολλές φορές δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερο πανικό, που με τη σειρά του ξεχειλώνει ακόμα περισσότερο ένα ήδη μεγάλο πρόβλημα.

Ήδη πολλά venture capital και startups στις ΗΠΑ ανοίγουν τραπεζικούς λογαριασμούς είτε σε μεγαλύτερα τραπεζικά ιδρύματα, είτε σε fintech τραπεζικές εταιρείες, μερικές από τις οποίες μάλιστα προσφέρουν ασφάλιση καταθέσεων πάνω από το όριο των 250.000 δολαρίων της FDIC.

Αν συνεχιστεί αυτή η τάση, οι περιφερειακές τράπεζες θα «απογυμνωθούν» και η προοπτική των μεγάλων τραπεζών να απορροφήσουν τις μικρότερες θα αρχίσει να εξελίσσεται σε ένα μεγάλο σημείο πολιτικής τριβής και όχι μόνο.

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.