Ανησυχητικοί οι οιωνοί στα χρηματιστήρια

Ανησυχητικοί οι οιωνοί στα χρηματιστήρια

Η αναταραχή στον τραπεζικό κλάδο δεν φαίνεται να έπληξε τη ζήτηση για μετοχές με τον παγκόσμιο δείκτη της MSCI να καταγράφει κέρδη 7% μέχρι στιγμής φέτος. 

Οι προσδοκίες ότι η Fed στις ΗΠΑ , αλλά και άλλες κεντρικές τράπεζες μπορεί να σταματήσουν σύντομα τον επιθετικότερο κύκλο επιτοκιακών αυξήσεων των τελευταίων δεκαετιών προσφέρουν στήριξη στις χρηματιστηριακές αγορές παρόλο που το κλίμα ταράχτηκε από την κατάρρευση δύο αμερικανικών τραπεζών και την αναγκαστική εξαγορά - διάσωση της Credit Suisse από την UBS στην Ελβετία.

Κάτω από την επιφάνεια όμως, σχηματίζονται κακοί οιωνοί για τις αγορές μετοχών.

Στις ΗΠΑ έχει παρατηρηθεί σημαντική απόσυρση καταθέσεων από τις μικρότερες περιφερειακές τράπεζες, ενώ ο μηδενισμός των ομολόγων της Credit Suisse ύψους $17 δισ. στη διάσωσή της θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά αυτή που παρείχε χρηματοδότηση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το αποτέλεσμα θα είναι να περιοριστεί η δυνατότητα των τραπεζών να δανείζουν τις επιχειρήσεις. Οι έρευνες των κεντρικών τραπεζών δείχνουν ήδη ότι οι αμερικανικές και οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι σφιχτότερες στις χρηματοδοτήσεις τους, κάτι που ιστορικά έχει αποδειχτεί αρνητικό για τις επιδόσεις των μετοχών. 

Όταν οι χρηματοδοτήσεις στενεύουν οι επιχειρήσεις πληρώνουν ακριβότερα τον δανεισμό τους και αυτό μπορεί να πλήξει την κερδοφορία τους και τις αποτιμήσεις των μετοχών τους. Η σύσφιξη στις δανειοδοτήσεις τείνει να συσχετίζεται με υφέσεις και τα χρηματιστήρια πέφτουν κατά τη διάρκεια υφέσεων, άρα δεν είναι καλό σημάδι.

Οι υφέσεις που ξεκινούν στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, τείνουν να εξαπλώνονται και στον υπόλοιπο κόσμο και άρα να επηρεάζουν την παγκόσμια χρηματιστηριακή αγορά. Στις ΗΠΑ ο δείκτης ISM στη βιομηχανία, ένας πρόδρομος δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας, υποχώρησε τον Μάρτιο στο χαμηλότερο επίπεδό του από τον Μάιο του 2020, καταγράφοντας τον πέμπτο συνεχή μήνα συρρίκνωσης.

Σύμφωνα με την Capital Economics, τα στοιχεία δείχνουν οτι σύντομα θα υπάρξει ύφεση στις ΗΠΑ και στις άλλες μεγάλες οικονομίες. Η πτωτική πορεία της οικονομίας θα αρχίσει να βαραίνει σημαντικά τις κινητές αξίες ρίσκου.

Στα κέρδη των χρηματιστηρίων μέχρι στιγμής το 2023 κυριαρχούν οι μετοχές τεχνολογίας, ένας κλάδος που μπορεί να μην έχει ανοσία στην επερχόμενη ύφεση. Η τεχνολογία, ο μεγαλύτερος κλάδος του δείκτη MSCI World, καταγράφει κέρδη 20% φέτος ενώ άλλοι σημαντικοί κλάδοι του παγκόσμιου δείκτη όπως οι τράπεζες, η ενέργεια και οι υπηρεσίες υγείας είναι στάσιμοι ή καταγράφουν απώλειες.

Οι αναλυτές της Citigroup εκτιμούν ότι οι θεσμικοί επενδυτές θεωρούν τους κολοσσούς της τεχνολογίας που γενικότερα έχουν ισχυρούς ισολογισμούς και χαμηλό χρέος ως «ασπίδα» έναντι σε μια πιστωτική συρρίκνωση. Η επενδυτική αυτή τακτική μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα σε μία ρηχή ύφεση. Αλλά σε μία βαθύτερη ύφεση οι διαχειριστές κεφαλαίων θα ξεφορτωθούν και τις μετοχές τεχνολογίας. 

Στην Morgan Stanley επισημαίνουν ότι ο Μάρτιος ήταν ο πρώτος μήνας την τελευταία 20ετία που οι μετοχές του χρηματοοικονομικού κλάδου είχαν απώλειες 10% ή περισσότερο, ενώ ο δείκτης MSCI World δεν είχε ζημιές.

Η ιστορική συσχέτιση μπορεί να χάλασε διότι η αγορά δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει σημαντική μόλυνση από τον χρηματοοικονομικό κλάδο στην ευρύτερη οικονομία. Όμως, στην Lombard Odier που συστήνει «underweight» έκθεση στις μετοχές παγκοσμίως από τον Ιανουάριο του 2022, οι αναλυτές εκτιμούν ότι τα προβλήματα του τραπεζικού κλάδου μπορεί να παρασύρουν τις μετοχές χαμηλότερα.

Το σκεπτικό είναι ότι οι τράπεζες θα δανείζουν λιγότερο την οικονομία και το ακριβότερο κόστος χρήματος θα εξασθενήσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων.

Υπάρχει και το ζήτημα της αντιστροφής της καμπύλης αποδόσεων που συνήθως προβλέπει επερχόμενες υφέσεις. Εξελίχτηκε στη βαθύτερη που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία 42 χρόνια τον Μάρτιο. Οι αποδόσεις των βραχυπρόθεσμων αμερικανικών ομολόγων είναι σημαντικά υψηλότερες από αυτές των 10ετων ομολόγων.

Σύμφωνα με την Barclays, από το 1967 αντιστροφές της καμπύλης αποδόσεων έχουν προηγηθεί γύρω στους 15 μήνες της εμφάνισης υφέσεων κατά μέσο όρο. 

Οι μετοχές μπορεί να σημειώνουν άνοδο καθώς η καμπύλη αποδόσεων αντιστρέφεται, όμως το ράλι συνήθως δεν είναι διατηρήσιμο. Κατά μέσο όρο ο δείκτης S&P 500  σημειώνει κυκλική κορυφή γύρω στους τέσσερεις μήνες πριν από το ξεκίνημα της ύφεσης.