Στις 12 Μαΐου 1992 άφησε την τελευταία του πνοή ο ποιητής Νίκος Γκάτσος, αφήνοντας πίσω του μεγάλη παρακαταθήκη.
Νίκος Γκάτσος: 31 χρόνια από το τελευταίο «αντίο» στον ποιητή

Νίκος Γκάτσος: 31 χρόνια από το τελευταίο «αντίο» στον ποιητή

Στις 12 Μαΐου 1992 άφησε την τελευταία του πνοή ο ποιητής Νίκος Γκάτσος, αφήνοντας πίσω του μεγάλη παρακαταθήκη.

Στίχοι που είχαν ξεχυθεί από την πένα του ποιητή, στιχουργού και μεταφραστή Νίκου Γκάτσου (γενν. 1911, Χάνια Φραγκόβρυσης Αρκαδίας) ανακαλούνται στις 12 Μαΐου, ημέρα που «έφυγε» από τη ζωή, το 1992, έχοντας ζήσει 81 χρόνια στα οποία συμπεριλήφθηκε η αγάπη του για την ποιητική δημιουργία και τη στιχουργική. Στίχοι που μελοποιήθηκαν και έγιναν ευρέως γνωστοί από τις παρτιτούρες των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Σταύρου Ξαρχάκου, Δήμου Μούτση, Λουκιανού Κηλαηδόνη και άλλων συνθετών, και ερμηνεύθηκαν από δημοφιλείς τραγουδιστές.

Οι καρποί που έδωσε ο Ν. Γκάτσος είναι ανεξίτηλοι στον χρόνο, ένας από αυτούς για την ίδια τη φύση της απώλειας, όπως «Με τι καρδιά να σ' αποχαιρετήσω», καθώς και άλλα κομμάτια: «Κεμάλ», «Αθανασία», «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης», «Τσάμικος», «Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου», «Χάρτινο το φεγγαράκι» το οποίο ήταν και το πρώτο του τραγούδι στη δισκογραφία, σε μικρό δίσκο με τη φωνή της Μούσχουρη, το 1958, γραμμένο μία δεκαετία νωρίτερα, για τη δραματική ταινία «Λεωφορείον ο Πόθος» του Ελία Καζάν.

Έως τη δισκογραφική έκδοση του κομματιού «Χάρτινο το φεγγαράκι», «ήταν άγνωστη η σχέση του (σ.σ Ν. Γκάτσου) με το τραγούδι και τα πνευματικά δικαιώματα. Όταν ο Χατζιδάκις του έδωσε 300 δραχμές από την τότε ΑΕΠΙ, έτσι κατάλαβε ότι μπορεί και να βιοπορίζεται», εξιστορεί σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει η στιχουργός, συγγραφέας και μεταφράστρια που είχε περάσει μέρος της ζωής της (1975-1992) στο πλευρό του Νίκου Γκάτσου, Αγαθή Δημητρούκα (γενν. 1958).

«Πέραν του Χατζιδάκι, θεωρούσε πως ο Ξαρχάκος ήταν αυτός που τον ενέπνεε. Και για τον Ξαρχάκο ήταν μια πατρική φιγούρα, και για τον ίδιο ο Ξαρχάκος ήταν σαν γιος» αναφέρει η κα. Δημητρούκα.

Από τον Χατζηδάκι είχε – μεταξύ άλλων – λάβει διθυραμβικά σχόλια η μοναδική ποιητική συλλογή που εξέδωσε (1943, εκδ. «Αετός») ο Ν. Γκάτσος, «Αμοργός», τοποθετώντας τον στο Πάνθεον των Ελλήνων ποιητών.

Πηγή φωτ.: Facebook / ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ  

Θεωρείται υψίστη δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με σημαντική επίδραση στους νεότερους ποιητές, η «Αμοργός», «μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» την χαρακτήρισε ο Χατζηδάκις, αιτιολογώντας μάλιστα τον χαρακτηρισμό του: «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου».

Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο. Η συλλογή αυτή, η «Αμοργός» λέγεται ότι είχε γραφτεί μέσα σε μια μόνο νύχτα, με το σύστημα της αυτόματης γραφής –εκείνο που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί.

Από την έκδοση της «Αμοργού» έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963).

Ποιήματά του –μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος– είχε ξεκινήσει να δημοσιεύει αφότου έφτασε στην Αθήνα και ξεκίνησε επαφές με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Δημοσίευσε ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933), κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά».

Μία από τις πιο σημαντικές γνωριμίες που έκανε στη ζωή του ήταν αυτή με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936, μια και καθ’ αυτό τον τρόπο συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.

Εξώφυλλο βιβλίου για τον Νίκο Γκάτσο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος». Πηγή φωτ.: Facebook / Μετρονόμος Θανάσης Συλιβός

«Αγαπούσε ιδιαιτέρως τον Μητσιά, τον Γιώργο Μαρίνο και τη Μούσχουρη», για τον Μητσιά είχε γραφτεί το '75 η «Αθανασία», διευκρινίζει η κα. Δημητρούκα για τον Ν. Γκάτσο, τον άνθρωπο που με σπουδές φιλολογίας και έχοντας μελετήσει Παλαμά, Σολωμό, δημοτικό τραγούδι και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης, έμελλε να κάνει σπουδαίο μεταφραστικό έργο και να τιμηθεί για αυτό. Να λάβει (1991) τον τίτλο του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.

Μεταξύ άλλων, είχε μεταφράσει Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).

Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.