Ο ΟΠΕΚ+ «αναστατώνει» αγορές και οικονομία
Shutterstock
Shutterstock

Ο ΟΠΕΚ+ «αναστατώνει» αγορές και οικονομία

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ημέρας για τις παγκόσμιες χρηματιστηριακές αγορές ήταν η απότομη άνοδος της τιμής του αργού πετρελαίου. Η αφορμή της ανόδου δόθηκε την Κυριακή, με την ξαφνική ανακοίνωση νέων περικοπών στην εξόρυξη αργού πετρελαίου από μερικά από τα βασικότερα μέλη του ΟΠΕΚ, του οργανισμού που εκπροσωπεί μεγάλο μέρος των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του κόσμου.

Όπως είναι ήδη ευρέως γνωστό, η Σαουδική Αραβία μαζί με μερικά ακόμα μέλη αυτού του καρτέλ αποφάσισαν, εθελοντικά όπως τόνισαν, να περικόψουν κατά περίπου 1,157 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως την παραγωγή τους σε σχέση με την προβλεπόμενη από την πιο πρόσφατη απόφαση του ΟΠΕΚ. Αν υποθέσουμε πως οι ρωσικές ανακοινώσεις για μείωση της παραγωγής κατά 500 χιλιάδες βαρέλια ημερησίως θα γίνουν πραγματικότητα, τότε συμπεραίνουμε πως η ημερήσια παραγωγή θα μπορούσε να μειωθεί συνολικά κατά περίπου 1,650 εκατομμύρια βαρέλια τις επόμενες εβδομάδες. Αυτή η ποσότητα αντιστοιχεί περίπου στο 1,5% της παγκόσμιας ημερήσιας ζήτησης για αργό πετρέλαιο.

Στην πραγματικότητα, η μείωση μπορεί να είναι λίγο μικρότερη, καθώς κάποιες από τις «εθελόντριες» χώρες ήδη παράγουν ποσότητες αρκετά μικρότερες από αυτές που προβλέπονται από τις συμφωνίες του ΟΠΕΚ, άρα η πραγματική μείωση θα είναι μικρότερη. Αυτό όμως δεν έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτή την στιγμή. Το γεγονός είναι πως οι αγορές αιφνιδιάστηκαν από τα χθεσινά νέα, καθώς είχαν βασιστεί στις κατηγορηματικές δηλώσεις που είχε κάνει στα μέσα Φεβρουαρίου ο υπουργός ενέργειας και αδελφός του διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν (ο οποίος στην πραγματικότητα κυβερνά εδώ και μερικά χρόνια). Ο πρίγκηπας Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν είχε δηλώσει κατηγορηματικά πως τα μέλη του ΟΠΕΚ σκόπευαν να κρατήσουν σε ισχύ την υφιστάμενη συμφωνία για τα επίπεδα ημερήσιας παραγωγής για όλο το 2023.

Το γιατί άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν πρόσθετες περικοπές δεν το γνωρίζουμε ακριβώς. Στις κυριακάτικες ανακοινώσεις αναφέρθηκε η ανάγκη για διατήρηση της σταθερότητας στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Η πρόσφατη σημαντική πτώση της τιμής του αργού πετρελαίου με αφορμή τους φόβους για μεγάλη τραπεζική κρίση μάλλον δεν άρεσε καθόλου στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες και ιδιαίτερα στην Σαουδική Αραβία, η οποία βασίζει το πρόγραμμα μεταρρύθμισης και μεταμόρφωσης της οικονομίας της χώρας στα σταθερά μεγάλα έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου.

Όπως επισήμανε χθες η Μαίρη Βενέτη (Τι φέρνει η μείωση κατά 1,5 εκατ. βαρέλια της παραγωγής πετρελαίου | Liberal.gr), η πολύ πρόσφατη προσέγγιση της τιμής του πετρελαίου στα 70 δολάρια/βαρέλι μάλλον σήμανε συναγερμό στην πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας. 

Πώς θα επηρεάσουν άραγε οι ανακοινωθείσες περικοπές τις χρηματιστηριακές αγορές και την οικονομία, τουλάχιστον τις δυτικές οικονομίες; Για το πρώτο ερώτημα πήραμε χθες κάποιες απαντήσεις. Η ποσοστιαία άνοδος στην τιμή του πετρελαίου πλησίασε μέχρι και το 10% σε κάποια στιγμή για να σταθεροποιηθεί αργότερα κοντά στο 6% από τις τιμές της προηγούμενης Παρασκευής. Η τιμή του συμβολαίου Brent σταθεροποιήθηκε κοντά στα 85 δολάρια/βαρέλι, ενώ αυτή του αμερικανικού WTI σκαρφάλωσε λίγο πάνω από τα 80 δολάρια/βαρέλι.

Ανοδικά κινήθηκε και η τιμή της αμόλυβδης βενζίνης, αλλά όχι με τόση δύναμη όσο αυτή του αργού πετρελαίου. Αν κοιτάξουμε την εξέλιξη των τιμών τον τελευταίο μήνα, θα δούμε πως «εξανεμίστηκε» όλη η σημαντική πτώση στις τιμές του αργού πετρελαίου, η οποία είχε προκύψει και ως αποτέλεσμα των φόβων για σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης σαν συνέπεια των προβλημάτων των τραπεζών στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, με το WTI να έχει ανεβεί κατά περίπου 20% από τα χαμηλά του τέλους του Μαρτίου και το Brent περίπου 16%.

Σε σχετική αντίθεση με την έντονη αντίδραση των αγορών εμπορευμάτων, μπορούμε να πούμε πως οι αγορές μετοχών αντέδρασαν αρκετά ψύχραιμα, εστιάζοντας κυρίως στα οφέλη που μπορεί να αποκομίσουν οι μεγάλες διεθνείς πετρελαϊκές εταιρείες από την ανάκαμψη των τιμών των καυσίμων. Η άνοδος στις μετοχές των περισσότερων εταιρειών ξεπέρασε το 4% (σε μερικές περιπτώσεις ήταν αρκετά μεγαλύτερη) και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καλή πορεία των χρηματιστηριακών δεικτών στους οποίους συμμετέχουν πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις. Έτσι εξηγείται λογικά η καλύτερη απόδοση του δείκτη Dow Jones από τον Nasdaq και η καλύτερη απόδοση του αγγλικού δείκτη FTSE από τον γερμανικό DAX. 

Μπορεί η χθεσινή αντίδραση των αγορών μετοχών να ήταν αρκετά νηφάλια αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Κάθε άλλο θα λέγαμε. Αν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις των περισσότερων αναλυτών της αγοράς πετρελαίου, οι συνέπειες σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και στην οικονομία, θα είναι περισσότερο αρνητικές παρά θετικές ή ουδέτερες.

Οι αναλυτές της μεγάλων επενδυτικών τραπεζών συμφωνούν πως οι περικοπές που αποφασίστηκαν την Κυριακή θα δώσουν ανοδική ώθηση στην τιμή του πετρελαίου για παραπάνω από μερικές ημέρες. Οι περισσότεροι από αυτούς εκτιμούν πως έχουν αυξηθεί σημαντικά οι πιθανότητες να δούμε σύντομα την τιμή του συμβολαίου του πετρελαίου Brent να ξεπερνούν τα 90 δολάρια/βαρέλι και αργότερα ίσως και προς τα 100 δολάρια/βαρέλι.

Εδώ βέβαια είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε πως μεγάλο μέρος της κοινότητας των αναλυτών ήταν πιο αισιόδοξο απ’ ότι έπρεπε σχετικά με την πορεία του αργού πετρελαίου μέσα στο 2023 και οι περισσότεροι είχαν αιφνιδιαστεί από την αδυναμία της τιμής του στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως οι τωρινές εκτιμήσεις τους θα αποδειχθούν και αυτές λανθασμένες. Υποθέτοντας πως έχουν σε γενικές γραμμές δίκιο, τότε θα πρέπει να περιμένουμε σχετικά αρνητικές εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας.

Μία πιθανή σημαντική άνοδος στην τιμή των υγρών καυσίμων θα μπορούσε να προκαλέσει αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων τώρα που έχουν αρχίσει να περιορίζονται. Οι πολίτες των δυτικών χωρών που ταλαιπωρούνται εδώ και πολλούς μήνες από τον πληθωρισμό δεν θα ήθελαν με τίποτα να δουν κάτι τέτοιο.

Ούτε βέβαια οι αξιωματούχοι των κεντρικών τραπεζών που ξέρουν πως αν οι τιμές των καυσίμων ανέβουν και πάλι αυτοί θα είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν σε ακόμα μεγαλύτερες αυξήσεις των επιτοκίων αναφοράς. Δεν χρειάζεται να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες. Το σημαντικό είναι πως η προχθεσινή κίνηση της Σαουδικής Αραβίας και των συμμάχων/ακολούθων της θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να προκαλέσει σημαντική ζημία στις δυτικές οικονομίες.

Αύξηση του πληθωρισμού την στιγμή που βρίσκεται σε σχετική κάμψη, μείωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών/καταναλωτών, αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα αυτών των συνεπειών θα μπορούσε να είναι μία σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, την οποία δεν θα είναι εύκολο να πολεμήσουν οι κεντρικές τράπεζες με μείωση των επιτοκίων αναφοράς, εφόσον ο πληθωρισμός θα είναι ανθεκτικός. 

Με λίγα λόγια, αν η άνοδος της τιμής του πετρελαίου που είδαμε χθες συνεχιστεί, κρατήσει για σημαντικό διάστημα και τελικά εξελιχθεί σε μία κίνηση προς τα 100 δολάρια/βαρέλι, οι συνέπειες θα είναι σε μεγάλο βαθμό αρνητικές για την οικονομία των δυτικών χωρών και για ένα πλήθος επιχειρήσεων. Κάποιες θα δουν το κόστος λειτουργίας τους να αυξάνεται, κάποιες θα δουν τους πελάτες να έχουν λιγότερη όρεξη για αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, κάποιες μπορεί να αντιμετωπίσουν και τα δύο προβλήματα.

Σε περίπτωση που επαληθευθεί αυτό το σενάριο, η χθεσινή γενικά ψύχραιμη των χρηματιστηριακών αγορών μπορεί να αποδειχθεί λανθασμένη. Η αλήθεια είναι όμως πως αυτή την στιγμή δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνουν ασφαλείς προβλέψεις. Τα σενάρια περί περαιτέρω ανοδικής κίνησης του πετρελαίου βασίζονται και στις προσδοκίες για ισχυρή άνοδο της ζήτησης από την Κίνα στα πλαίσια της επιστροφής της χώρας σε μία ομαλή λειτουργία της οικονομίας της.

Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως αυτό θα γίνει, ούτε μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα μείωσης της κινεζικής ζήτησης εξαιτίας της ανάκαμψης της τιμής του πετρελαίου. Δεν μπορούμε επίσης να πούμε αυτή την στιγμή πόσο θα μπορούσε να μειωθεί η ζήτηση από τις δυτικές χώρες.

Το συμπέρασμα είναι πως η επιθετική κίνηση από την μεριά των παραγωγών πετρελαίου είναι πολύ πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία των δυτικών χωρών αλλά είναι κάπως πρόωρο να εκτιμήσουμε ποια θα είναι η επίδρασή της. Η χθεσινή απροθυμία των επενδυτών να πατήσουν το κουμπί του πανικού ίσως να αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτό.