Οι επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ
Shutterstock
Shutterstock

Οι επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων της ΕΚΤ

Την ώρα που η Κριστίν Λαγκάρντ ετοιμάζεται σήμερα το μεσημέρι να ανακοινώσει την 8η κατά σειρά αύξηση των επιτοκίων από τον Ιούλιο του 2022, οι εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας και ειδικότερα του πληθωρισμού είναι τέτοιες που κάνουν τα «γεράκια» του διοικητικού της συμβουλίου (τους αξιωματούχους δηλαδή που ζητούν υψηλότερα επιτόκια για περισσότερο) να… ξεμένουν από επιχειρήματα. Σημειώνεται ότι σήμερα εκτιμάται πως το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθεί στο 3,50% από -0,50% που ήταν πριν τις 27 Ιουλίου 2022.

Η μάχη «γερακιών»-«περιστεριών» συνεχίζεται αμείωτη. Μέχρι πρότινος, τα γεράκια είχαν το πάνω χέρι γιατί ο πληθωρισμός παρέμενε σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα και η οικονομία εμφάνιζε αξιοσημείωτες αντοχές. Αποτέλεσμα ήταν οι αγορές να προεξοφλούν άλλες δύο αυξήσεις επιτοκίων, μία σήμερα και μία τον Ιούλιο και οι δύο κατά 25 μονάδες βάσης. Η κυριαρχία των γερακιών έκανε μάλιστα πολλούς αναλυτές να αναμένουν μία τελευταία αύξηση τον ερχόμενο Σεπτέμβριο. 

Τα τελευταία, ωστόσο, στοιχεία δείχνουν ότι ο πληθωρισμός υποχωρεί ταχύτερα από τις αρχικές εκτιμήσεις και η οικονομία της Ευρωζώνης συρρικνώθηκε για δύο συνεχόμενα τρίμηνα, ικανοποιώντας τον ορισμό της τεχνικής ύφεσης. Κάπως έτσι, τα επιχειρήματα των περιστεριών γίνονται πιο ουσιαστικά και η ΕΚΤ ίσως σκεφτεί να ακολουθήσει τη Fed και να σταματήσει τις αυξήσεις, πιο γρήγορα από το αναμενόμενο.

Ακόμη όμως και να κλείσει σύντομα ο πιο επιθετικός κύκλος αύξησης επιτοκίων από το 1980, οκτώ στους δέκα αναλυτές πιστεύουν, σύμφωνα με έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, ότι θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να αντιστραφεί πλήρως η νομισματική πολιτική και να δούμε τα χαμηλά επιτόκια που ίσχυαν πριν το 2022.

Τι σημαίνει αυτό; Τρεις είναι οι βασικές επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων. Η πρώτη είναι προφανής. Το κόστος χρήματος αυξάνεται κι έτσι οι επενδυτές το σκέφτονται… διπλά και τριπλά να δεσμεύσουν κεφάλαια σε επενδυτικά project. Την ίδια στιγμή, αυξάνονται και οι πιθανότητες ύφεσης, ακριβώς εξαιτίας των υψηλών επιτοκίων που επιφέρουν τεράστιο πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα. Ο φαύλος αυτός κύκλος προκαλεί με τη σειρά του νευρικότητα και μεταβλητότητα στις αγορές, με τους επενδυτές να παρακολουθούν με αγωνία τις εξελίξεις αναμένοντας την αντιστροφή της νομισματικής πολιτικής και τη μείωση των επιτοκίων.

Αν, λοιπόν, επιβεβαιωθεί το σενάριο που θέλει την ΕΚΤ να μην προχωρά πριν τον Οκτώβριο του 2024 στην πρώτη μείωση των επιτοκίων από το 3,75%-4% που θα έχουν φτάσει φέτος, οι συνθήκες στην πραγματική οικονομία θα επιδεινωθούν δραματικά, απειλώντας την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Όσο επιχειρήσεις και νοικοκυριά δεν επενδύουν, τόσο υποβαθμίζονται οι προοπτικές της οικονομίας. 

Δεν είναι ούτε ασήμαντο ούτε τυχαίο που η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας και 4η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, βρίσκεται ήδη σε ύφεση. Η Γερμανία συμπαρασύρει ολόκληρη την Ευρωζώνη σε, μέχρι στιγμής, ήπια και τεχνικής φύσης ύφεση της τάξης του 0,1%.

Η κυρίαρχη αντίληψη στις αγορές είναι ότι τα χειρότερα πέρασαν και ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα επιταχυνθεί, εν μέρει εξαιτίας της μεγάλης πτώσης των τιμών στο φυσικό αέριο. Στον αντίποδα, υπάρχουν αναλυτές, όπως της Capital Economics, που εκτιμούν ότι η ώθηση από τη φθηνότερη ενέργεια θα αντισταθμιστεί από την πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, καθώς οι κυβερνήσεις θα αποσύρουν τα μέτρα στήριξης που είχαν σκοπό να μετριάσουν τις επιπτώσεις της ακρίβειας. 

Κάτι επίσης σημαντικό είναι ότι οι επιπτώσεις της νομισματικής σύσφιξης δεν έχουν γίνει ακόμη πλήρως αισθητές, ενώ οι οικονομικές συνθήκες χειροτερεύουν και στις βασικές αγορές που κατευθύνονται οι ευρωπαϊκές εξαγωγές, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο την πιθανότητα βαθιάς ύφεσης στην Ευρώπη. Αν η ύφεση αποδειχθεί εντέλει ήπια, η Capital Economics προβλέπει πως οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα μετριαστούν αρκετά την επόμενη διετία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδήματα των νοικοκυριών που ήδη χάνουν την αγοραστική τους δύναμη.