Τις ενστάσεις τους διατυπώνουν οι Σύγκλητοι των ελληνικών ΑΕΙ σχετικά με το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας, για τη λειτουργία των ιδρυμάτων. Το κλίμα που διαμορφώνεται αποτυπώνουν οι αποφάσεις των Συγκλήτων του Οικονομικού Πανεπιστημίου, του ΕΜΠ και του Παντείου.
Συγκεκριμένα, η Σύγκλητος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεδρίασή της εξέτασε το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων σχολιάζοντας ότι εισάγει πολλές θετικές διατάξεις, που όμως κινδυνεύουν ν' ακυρωθούν στην πράξη.
Πιο αναλυτικά, διαπιστώνει ομόφωνα τα ακόλουθα:
Οργάνωση και Λειτουργία Προγραμμάτων Πρώτου Κύκλου Σπουδών
Τo νομοσχέδιο περιέχει ρυθμίσεις που είναι θετικές, αφού προσφέρουν εναλλακτικές και ευέλικτες μορφές οργάνωσης των σπουδών, ενισχύοντας τη διεπιστημονικότητα και την κινητικότητα των φοιτητών-τριών. Τέτοιες είναι, ενδεικτικά: oι διατάξεις για κοινά (joint degree) και διπλά προγράμματα σπουδών και η δυνατότητα οργάνωσης προγραμμάτων εσωτερικής κινητικότητας προπτυχιακών φοιτητών-τριών.
Θετικές, επίσης, κρίνονται και οι διατάξεις που αφορούν τα ΠΜΣ, καθότι μειώνουν τον γραφειοκρατικό και διαχειριστικό φόρτο (π.χ. εγκρίσεις Υπουργείου Παιδείας περί ίδρυσης και τροποποίησής τους). Επιπλέον, με τις διατάξεις αυτές διευρύνονται οι κατηγορίες διδασκόντων, ενώ η δυνητική χρήση (και δίχως ποσοστώσεις) μεθόδων σύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης συνδράμει την επιδιωκόμενη διεθνοποίηση των ΠΜΣ (με τη συμμετοχή διακεκριμένων καθηγητών από ΑΕΙ της αλλοδαπής, αλλά και την προσέλκυση φοιτητών-τριών από το εξωτερικό). Επίσης, η θεσμοθέτηση των βιομηχανικών διδακτορικών ενισχύει την σύνδεση της εκπαίδευσης και της έρευνας με τους φορείς επιχειρηματικότητας, με αμοιβαία οφέλη.
Βελτιωτικές θεωρούνται οι ρυθμίσεις που αφορούν τον ΕΛΚΕ, καθώς μειώνουν περιορισμούς που υπήρχαν κυρίως σε διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων και διαχείρισης ΠΜΣ. Οι ρυθμίσεις αυτές θα ήταν μεταρρυθμιστικές αν αντιμετώπιζαν με οριστικό τρόπο θέματα γραφειοκρατίας που απορρέουν από το γεγονός ότι ο ΕΛΚΕ εξακολουθεί να αποτελεί Φορέα Γενικής Κυβέρνησης. Σημαντικές βελτιώσεις θα συνιστούσαν η άρση ορισμένων περιορισμών ή ασαφειών, όπως η κατανομή των αρμοδιοτήτων των οργάνων διοίκησης, η αποσαφήνιση του ρόλου του εκτελεστικού διευθυντή, η αύξηση του χρονικού ορίου της διάρκειας των συμβάσεων του προσωπικού, και ο ορισμός ρεαλιστικού στόχου για το επιδιωκόμενο προϋπολογιστικά δημοσιονομικό αποτέλεσμα του ΕΛΚΕ.
Βελτιωτικές κρίνονται εν γένει οι ρυθμίσεις για τις Εταιρείες Αξιοποίησης και Διαχείρισης της Περιουσίας των ΑΕΙ, καθώς και για εκείνες που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία των εργαστηρίων, των πανεπιστημιακών Ινστιτούτων και Κέντρων Έρευνας και Καινοτομίας.
Οι ρυθμίσεις για την ενίσχυση της διαφάνειας και αξιοκρατίας στις διαδικασίες εκλογής και εξέλιξης μελών ΔΕΠ κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση.
Σύστημα Διοίκησης ΑΕΙ
Η Σύγκλητος εκφράζει τη διαφωνία της ως προς το προτεινόμενο σύστημα διοίκησης. Αναφορικά με το Συμβούλιο Διοίκησης, εντοπίζονται προβλήματα στο επίπεδο της συγκρότησής του, καθώς και σε εκείνο των αρμοδιοτήτων του, εγείροντας εν τέλει ερωτήματα ως προς την αποτελεσματικότητά του.
Ως προς τη συγκρότησή του, η Σύγκλητος επισημαίνει ότι δεν διασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα της εκλογικής διαδικασίας ανάδειξης Πρύτανη και, επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος επιλογής των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης με κριτήρια ενδεχομένως ασύμβατα με το πνεύμα του νομοσχεδίου.
Ως προς τις αρμοδιότητές του, η Σύγκλητος θεωρεί ότι το Συμβούλιο Διοίκησης πρέπει να έχει στρατηγικό ρόλο, όπως υπαγορεύεται από ανάλογες διεθνώς παραδεκτές καλές πρακτικές, και εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για την προτεινόμενη εμπλοκή του σε ζητήματα που άπτονται της καθημερινής διοίκησης των ΑΕΙ.
Με βάση τα προαναφερθέντα, η Σύγκλητος διατυπώνει τις έντονες επιφυλάξεις της όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του προτεινόμενου συστήματος διοίκησης.
Αναφορικά με τις εκλογικές διαδικασίες, πρέπει να διασφαλίζεται η αντιπροσωπευτικότητα και να αποτυπώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος, μέσω της απευθείας εκλογής Πρύτανη (και του Πρυτανικού Σχήματος). Να σημειωθεί ότι με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο υποβαθμίζεται ο σημαντικός θεσμικός ρόλος της Συγκλήτου και των Αντιπρυτάνεων, ενώ οι Κοσμήτορες ορίζονται από το Συμβούλιο Διοίκησης, αντί να εκλέγονται από τις Σχολές.
Συνοψίζοντας, η Σύγκλητος του ΟΠΑ θεωρεί ότι το νομοσχέδιο εισάγει πολλές θετικές διατάξεις που όμως κινδυνεύουν ν' ακυρωθούν στην πράξη λόγω του αναποτελεσματικού συστήματος διοίκησης που επιχειρεί να θεσμοθετήσει.
Τι αναφέρει το Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση απαξιώνει την αρχή της δημοκρατικής οργάνωσης, απομειώνει την ακαδημαϊκότητα, περιστέλλει την ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου, ενώ ταυτοχρόνως πολλαπλασιάζει την γραφειοκρατία, χωρίς να μεριμνά για τις αναγκαίες προϋποθέσεις εφαρμογής του. Απουσιάζουν το όραμα για το Πανεπιστήμιο και η εμπιστοσύνη στα μέλη της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας συνολικά
Η διδασκαλία σε μεταπτυχιακό επίπεδο δεν συνυπολογίζεται στις διδακτικές υποχρεώσεις των μελών ΔΕΠ και η πλήρης κατάργηση κρατικής χρηματοδότησης των μεταπτυχιακών σπουδών οδηγεί στην υποχρεωτική επιβολή διδάκτρων. Το νομοσχέδιο δημιουργεί ρευστότητα στη συνολική οργάνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εισάγοντας ελαστικές εργασιακές σχέσεις για τα μέλη ΔΕΠ, ΕΔΙΠ, ΕΤΕΠ, ΕΕΠ και τους διοικητικούς υπαλλήλους καθώς και διαφορετικά πτυχία που υπονομεύουν την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους. Το νομοσχέδιο περιγράφει ένα Πανεπιστήμιο κλειστό και αφιλόξενο για τους/τις νέους/νέες επιστήμονες
Η Σύγκλητος θεωρεί θεμελιώδες πρόβλημα το νέο υπερσυγκεντρωτικό σύστημα Διοίκησης που δίνει υπερεξουσίες στον/την Πρύτανι, περιθωριοποιεί τους Αντιπρυτάνεις και μεταφέρει ενισχυμένες αρμοδιότητες σε ένα ολιγομελές όργανο, το Συμβούλιο Διοίκησης, το οποίο δεν έχει νομιμοποιηθεί στο σύνολό του από την ακαδημαϊκή κοινότητα. Κρίσιμες αποφάσεις ακόμη και ακαδημαϊκού περιεχομένου, όπως τα μητρώα γνωστικών αντικειμένων και, η συγκρότηση των εκλεκτορικών σωμάτων, θα λαμβάνονται από πρόσωπα που δεν θα έχουν καμία σχέση ούτε γνώση του ακαδημαϊκού χώρου.
Αποτέλεσμα του νέου μοντέλου διοίκησης είναι να μην υπάρχει δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων διοίκησης από την πανεπιστημιακή κοινότητα ενώ ελλοχεύει ο κίνδυνος για αδιαφανείς διαδικασίες, διαπλοκή και πελατειακές εξαρτήσεις. Απουσιάζουν επίσης τα θεσμικά αντίβαρα και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να υπάρχει λογοδοσία της διοίκησης.
Τι αναφέρει το ΕΜΠ
Πληθωρικές, αναλυτικές και επικαλυπτομενες εξιδεικευσεις ακυρώνουν στην ουσία το φιλόδοξο στόχο καθορισμού εναιου πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των ΑΕΙ. Δεν επιτρέπουν την διαμόρφωση ικανου και αναγκαίο μεταρρυθμιστικου περιβάλλοντος για την υλοποίηση του.
Στο θεσπιζόμενο μοντέλο διοίκησης, το Συμβούλιο είναι μια υπέρ εκτελεστική θεσμική οντότητα με υπέρογκη ύλη ενασχόλησης. Μαζί με αυτό, η συμμετοχή μεγάλου αριθμού εξωτερικών συμβούλων, αποσπά την κεφαλή από το σώμα, προσφέροντας έδαφος για αναλοτελεσματικές επιλογές. Η κλιμάκωση των κανονιστικών διατάξεων για κάθε διοικητική, ακαδημαϊκή και εκπαιδευτική διαδικασία, με επίκληση αντικειμενικά εκφρασμένων κριτηρίων, δεν απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις του Πανεπιστημίου, αντίθετα τις εγκλωβίζει σε ένα συγκεντρωτικό, δυσλειτουργικό και γραφειοκρατικό κυκεώνα.
Η εκλογή του Πρύτανη από τη βάση είναι φαλκιδευμένη: Δεν αποτελεί δηλαδή ανόθευτη έκφραση της βούλησης της πλειοψηφίας γιατί αυτή δεν εκλέγει Πρύτανη, αλλά μέλη στο Συμβούλιο που θα επιλέξουν έμμεσα τον Πρύτανη με δευτερογενή αφετηρία υποψηφίων. Επιπλέον, ο Πρύτανης αναλαμβάνει πολλά εκτελεστικά καθήκοντα, με αποτέλεσμα να προκύπτει αντίφαση: ο ελεγχόμενος και λογοδοτών -- ως ασκών την εκτελεστική εξουσία – Πρύτανης, προεδρεύει του οργάνου που, μεταξύ άλλων, τον ελέγχει
Για όλους αυτούς τους λόγους, και με κύριο στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των Α.Ε.Ι. με ένα εκσυγχρονιστικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας, η Σύγκλητος του ΕΜΠ κρίνει ότι είναι αναγκαία η συνολική και ταυτόχρονα αναλυτική επεξεργασία του σχεδίου νόμου κατά κεφάλαιο, με ενεργό συμμετοχή της ακαδημαϊκής κοινότητας στην οποία απευθύνεται, διαδικασία που κάθε άλλο παρά διευκολύνεται με τον προτεινόμενο χρόνο διαβούλευσης.
