Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα δεν θα έχει πρόβλημα με το συνταξιοδοτικό της, αν τηρήσει τους κανόνες του παιχνιδιού, διατύπωσε ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου, μιλώντας σήμερα στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
«Ουσιαστικά, αυτό που προβλέπεται στο επίπεδο των συντάξεων, αν δεν αλλάξουμε τους κανόνες του παιχνιδιού, είναι καλό. Στην τελευταία έκθεση της Κομισιόν, του Aging Working Group (AWG), η Ελλάδα αναφέρεται ως μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες, ίσως λιγότερες από 10, οι οποίες δεν θα έχουν πρόβλημα με το συνταξιοδοτικό, αν τηρήσουν τους κανόνες» σημείωσε ο κ.Τσακλόγλου και πρόσθεσε ότι σε περίπτωση που οι κανόνες δεν τηρηθούν, θα υπάρξουν επιπτώσεις στο αφανές χρέος,
Ερωτηθείς αν είμαστε σε καλό δρόμο, εφόσον κρατήσουμε τον νόμο Κατρούγκαλου και το ΤΕΚΑ (Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης), ο κ.Τσακλόγλου επισήμανε πως αυτό όντως ισχύει.
Σημείωσε ωστόσο ότι ο συγκεκριμένος νόμος έκανε σε μαζική κλίμακα «grandfathering», δηλαδή προστάτεψε τους τότε συνταξιούχους σε βάρος των μελλοντικών γενεών συνταξιούχων. Παρόλα αυτά, τα ποσοστά αναπλήρωσης (τι σύνταξη θα λάβει κάποιος σε σχέση με τις εισφορές), που έχει το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα - και θα εξακολουθήσει να έχει παρά τις προσαρμογές - είναι από τα υψηλότερα στην ΕΕ.
Ως προς αυτό βέβαια, έχει πολύ μεγάλη σημασία το πώς θα κινηθεί η οικονομία, δεδομένου ότι μεγαλύτερη ανάπτυξη σημαίνει υψηλότερους μισθούς και άρα και υψηλότερες συντάξεις.
Τα «λεφτόδεντρα» και οι συντάξεις των επόμενων γενεών
Αναφερόμενος στις παθογένειες του ελληνικού συστήματος, ο κ.Τσακλόγλου επισήμανε ότι από το 2001 μέχρι το 2010, οπότε η Ελλάδα μπήκε στα μνημόνια, τα δύο τρίτα της αύξησης του δημοσίου χρέους αντιστοιχούσαν σε μεταβιβάσεις προϋπολογισμού προς το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας - και αυτό πριν αρχίσουν να γίνουν εντονότερα αισθητές οι συνέπειες της δημογραφικής γήρανσης.
«Με επώδυνο τρόπο έγιναν πάρα πολλές αλλαγές στα προηγούμενα χρόνια. Λύσαμε το πρόβλημα; Όχι» σημείωσε και πρόσθεσε ότι, φέτος, η δαπάνη για τις κύριες συντάξεις προβλέπεται να ανέλθει στα 31 δισ. ευρώ και από αυτά τα 15,5 δισ. δεν είναι από εισφορές εργαζόμενων, όπως θα έπρεπε, αλλά από πληρωμές φορολογουμένων. «Η εθνική σύνταξη είναι γύρω στα 8,5 δισ. ευρώ.
Σε ό,τι αφορά όλο το υπόλοιπο, επιδοτούμε ακόμα το ανταποδοτικό κομμάτι της κύριας σύνταξης, που θα έπρεπε να καλύπτεται από τις εισφορές των εργαζομένων. Αυτό είναι ένα τεράστιο πρόβλημα που βέβαια, προοπτικά, θα κλείνει» επισήμανε και πρόσθεσε ότι όταν δίνουμε για τον συγκεκριμένο σκοπό 15 δισ. ευρώ, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτά θα λείψουν από αλλού, καθότι «δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα».
Ως κοινωνία, πρόσθεσε, κάνουμε λιγότερα παιδιά και ζούμε περισσότερο. Συνεπώς, αν θέλουμε οι μελλοντικές γενιές να έχουν αξιοπρεπείς συντάξεις, προκύπτουν επιπλοκές σε επίπεδο πολιτικής: οι γενιές αυτές θα πρέπει να είναι πάρα πολύ παραγωγικές και να μείνουν στη χώρα.
Για να συμβεί το πρώτο, θα πρέπει να «πέσουν» τώρα πόροι στην εκπαίδευση, την κατάρτιση, τις υποδομές και την έρευνα και ανάπτυξη, χρήματα που τώρα είναι δεσμευμένα αλλού (στην καταβολή των συντάξεων). Επίσης, θα πρέπει να τρέξει «η διαβόητη αξιολόγηση» (στο εκπαιδευτικό σύστημα) και να εφαρμοστούν οι νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση.
Σε ερώτημα σχετικά με το προφίλ του ελληνικού χρέους, ο κ.Τσακλόγλου επισήμανε ότι χάρη στην προσπάθεια που έγινε την περασμένη δεκαετία με την αναδιάρθρωσή του και το PSI, το ελληνικό χρέος έχει το καλύτερο προφίλ στον κόσμο, με μέση ληκτότητα 20 ετών, το μεγαλύτερο κομμάτι του σε σταθερά -χαμηλά- επιτόκια και πολύ μεγάλο μέρος του να οφείλεται στον διακρατικό και όχι τον ιδιωτικό τομέα.
Ωστόσο, ο εφησυχασμός θα πρέπει να αποφευχθεί, καθώς όσο περνούν τα χρόνια το χρέος αυτό θα μπαίνει σε όρους αγορών. «Στα δάνεια που έχουμε πάρει από τον ESM (Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας) αυτή τη στιγμή πληρώνουμε μόνο τόκους. Μετά το 2032 θα έχουμε και τα τοκοχρεωλύσια.
Εχουμε κάποια αύξηση, αλλά όχι κάτι τρομαχτικό και μέχρι να φτάσουμε εκεί (στο 2032), το συμβολαιοποιημένο χρέος πρέπει να πέσει σε αρκετά χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με σήμερα, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά την πολύ καλή δομή του, παραμένει (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ) από τα υψηλότερα στον κόσμο» σημείωσε ότι τα μη συμβολαιοποιημένα χρέη θα έρθουν αργότερα μπροστάς μας.
Η νάρκη του αφανούς χρέους
Τι είναι όμως το αφανές χρέος; Κατά τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Πλάτωνα Τήνιο, πρόκειται για τις ακάλυπτες υποχρεώσεις, που λειτουργούν σαν νάρκες στα ύφαλα του καραβιού και απειλούν να το βουλιάξουν.
Τον Ιούνιο του 2015, είπε, στα ταμεία υπήρχαν χρήματα για να γίνει μόνο ένα από τα ακόλουθα: να πληρωθεί η δόση του ΔΝΤ, που είναι η πιο ισχυρή νομική υποχρέωση μιας χώρας ή οι συντάξεις του Ιουνίου, «η κυβέρνηση τότε δεν είχε καμία αμφιβολία, πλήρωσε τις συντάξεις και άφησε το ΔΝΤ απλήρωτο. Το ΔΝΤ είναι μια υποχρέωση νομικά απαιτητή, η υποχρέωση απέναντι στους συνταξιούχους είναι ηθική.
Η κάλυψη των συντάξεων είναι μια υποχρέωση που αντιστοιχεί στο αφανές χρέος, είναι οι υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει στο παρελθόν και θα σκάσουν κάποια στιγμή στο μέλλον, και για τις οποίες δεν έχει προβλεφθεί ικανοποιητική χρηματοδότηση» εξήγησε.
Τέτοιες αφανείς υποχρεώσεις είναι λοιπόν τα δικαιώματα που έχουν καταγράψει οι μελλοντικοί συνταξιούχοι και δεν προβλέπονται πουθενά, οι υποχρεώσεις για την περίθαλψη και δημόσια υγεία, αυτές που σχετίζονται με την απολιγνιτοποίηση ή τα μεγάλα επενδυτικά προγράμματα (π.χ αμυντικά), που έχουν μια ροή δαπανών, αλλά και δαπάνες που προκύπτουν από οποιαδήποτε απρόβλεπτη εξέλιξη, όπως η πανδημία. Συνεπώς, ο προγραμματισμός είναι απαραίτητος.
Να συντονιστεί η συζήτηση για τις δαπάνες σε επίπεδο ΕΕ
Ο κ. Τήνιος υπογράμμισε ακόμα την ανάγκη να συντονιστούν στην ΕΕ οι συζητήσεις για τις διάφορες αναγκαίες δαπάνες, που σήμερα γίνονται ξεχωριστά. «Σε άλλα fora μιλάμε για τις συντάξεις, σε άλλα για τις δαπάνες περιβαλλοντικής αποκατάστασης ή τους σιδηροδρόμους, αλλά όλες αυτές οι πλευρές θα οδηγήσουν σε ακάλυπτες υποχρεώσεις, που τελικά θα βγουν από την ίδια τσέπη. Όταν η συζήτηση δεν συντονίζεται, προκύπτουν δυσάρεστες εκπλήξεις» σημείωσε.
Για τη Γαλλία είπε «πως βρέθηκε αντιμέτωπη με τη στιγμή Γιαννίτση», αλλά η γαλλική κυβέρνηση δεν έκανε πίσω, παρότι συνεχίζει να εισπράττει το (πολιτικό) κόστος, καθώς «φαίνεται πως έχει διδαχτεί από το μεγάλο δικό μας πρόβλημα». Επανερχόμενος δε, στο θέμα του συντονισμού της συζήτησης για τις δαπάνες, είπε ότι η Γαλλία έχει εκτός από το συνταξιοδοτικό και ένα τεράστιο πρόβλημα με τα τεράστια κόστη αποκατάστασης και διαχείρισης αποβλήτων, που σχετίζονται με τα πυρηνικά της εργοστάσια, αλλά δεν έχει γίνει καμία σχετική προσαρμογή.
Προτεραιότητα η σύνδεση ΑΕΙ με αγορά εργασίας
Για «καταστροφή» της τεχνικής εκπαίδευσης που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα έκανε λόγο ο Πάνος Τσακλόγλου, σε άλλο θέμα συζήτησης θέτοντας ζήτημα σύνδεσης με την εκπαίδευση και σημείωσε:
«Στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών καταστρέψαμε την τεχνική εκπαίδευση, ό,τι και αν ήταν αυτή. Σταδιακά το κάναμε και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πολλοί δεν ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, κάποιοι βγαίνουν με λίγα προσόντα» ενώ σημείωσε πως «Ένα καλό πανεπιστήμιο δεν σου δίνει μόνο τεχνικές γνώσεις. Σου δείχνει πώς να μαθαίνεις και πώς να προσαρμόζεσαι σε καταστάσεις που προκύπτουν».
Παράλληλα τόνισε πως για την κυβέρνηση αποτελεί προτεραιότητα η σύνδεση των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας. «Κάνουμε προσπάθεια για να στήσουμε ποιοτική τεχνική εκπαίδευση. Να αναστήσουμε ένα κομμάτι που γινόταν από τα ΤΕΙ και παλιότερα από τα ΚΑΤΕΕ. Από το Ταμείο Ανάκαμψης έχουμε δεσμεύσει σημαντικό ποσό για εκπαίδευση».
Απαντώντας σε εύρημα έρευνας που λέει ότι πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν τις δεξιότητες που αναζητούν, ο Πάνος Τσακλόγλου ανέφερε: «Η αγορά εργασίας είναι μια αγορά. Έχει προσφορά, ζήτηση, τιμή. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι ακριβώς “δεν βρίσκω” αλλά “δεν βρίσκω με τον μισθό που θέλω να δώσω”. Ψηλότεροι μισθοί προσελκύουν καλύτερους εργαζόμενους».
Από την πλευρά της, η Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας, Σοφία Κουνενάκη – Εφραίμογλου, παρουσιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας του ΕΒΕΑ σε περίπου 800 μέλη του, σημείωσε: «Εννιά στις δέκα επιχειρήσεις διατήρησαν ή αύξησαν την περασμένη χρονιά το προσωπικό τους.
Όμως προκαλούν εντύπωση και προβληματισμό τα ευρήματα ως προς τη δυνατότητα εύρεσης προσωπικού με δεξιότητες. Μόλις το 3% των επιχειρήσεων απάντησαν πως βρήκαν με ευκολία τις δεξιότητες που ζητούσαν. Το 39,1% δήλωσε ότι δεν έχει καταφέρει να καλύψει τις ανάγκες του. Το 17,2% δεν προβλέπει ότι θα καλύψει τις ανάγκες του».
Εκτιμώντας τις αιτίες της κατάστασης αυτής, η ίδια σημείωσε: «Η έλλειψη κατάλληλων δεξιοτήτων εντοπίζεται σε όλα τα μεγέθη των επιχειρήσεων. Το ζήτημα όμως φαίνεται πως είναι σοβαρότερο στις επιχειρήσεις με τζίρο κάτω των 250.000 ευρώ. Έξι στους 10 δηλώνουν ότι είναι δύσκολο να βρουν εργαζόμενους.
Τέσσερις στους δέκα πιστεύουν ότι υπάρχει έλλειψη προσωπικού με τις κατάλληλες τεχνικές δεξιότητες. Έξι στις δέκα επιχειρήσεις πιστεύουν ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν προσφέρει στους αποφοίτους τις κατάλληλες δεξιότητες για ένταξη στην αγορά».
Η πρόεδρος του ΕΒΕΑ, σημείωσε ακόμα πως «αυτό που βοηθά στην αγορά εργασίας είναι η νεοφυής επιχειρηματικότητα. Στόχος είναι να βάλουμε όσο το δυνατόν περισσότερες και περισσότερους στην επιχειρηματικότητα».
Στα ζητήματα δια βίου μάθησης και επανακατάρτισης αναφέρθηκε η Ρεβέκα Πίτσικα, διευθύνουσα σύμβουλος και πρόεδρος της εταιρίας People For Business, «Ένας γεωπόνος παλιά μπορεί να ήταν 100% του χρόνου του στο πεδίο. Πλέον μπορεί να είναι 50% στο πεδίο και 50% σε data analytics. Αυτό καταλήγει στη δια βίου μάθηση. Ό,τι και να ξέρω σήμερα δεν μου είναι αρκετό για το αύριο. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξω επάγγελμα ή να μετασχηματίσω το επάγγελμά μου. Για παράδειγμα, γεωπόνος και να μάθω πληροφορική, είναι μέσα στα πλαίσια του συνεχούς reskilling και upskilling».
Μιλώντας για τις προκλήσεις στην αγορά εργασίας, σημείωσε: «Τέσσερις γενιές μέσα στον εργασιακό χώρο. Τέσσερις γενιές με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αυτό δημιουργεί δυσκολία στο να συνεννοηθούν τι είναι ταλέντο. Πώς το προσελκύω και πώς το κρατάω. Δεν είναι ότι δεν πληρώνουν οι επιχειρήσεις.
Οι νεότερες γενιές έχουν άλλα χαρακτηριστικά. Οι εταιρείες πρέπει να δουν πώς θα διαμορφώσουν συστήματα κινήτρων. Οι νέες γενιές δεν επιλέγουν απαραίτητα αυτόν που θα τους δώσει τα περισσότερα. Θα δώσουν έμφαση στην εμπειρία που θα αποκτήσουν. Στον σκοπό, αν η επιχείρηση πράγματι συμβάλλει στην κοινωνία. Αυτά είναι χαρακτηριστικά που πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν επιχειρήσεις όταν θέλουν να προσελκύσουν ταλέντα».