Τι κρίνει το «ταβάνι» των επιτοκίων και πότε θα μειωθούν

Τι κρίνει το «ταβάνι» των επιτοκίων και πότε θα μειωθούν

Δύσκολες αποφάσεις καλούνται να λάβουν Fed, ΕΚΤ και BoE στις συνεδριάσεις του Μαΐου, καθώς η επιδείνωση των συνθηκών μετά τα διαδοχικά προβλήματα τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρώπη, ανατρέπει τα μέχρι σήμερα δεδομένα. Η νέα εκτίμηση που κυριαρχεί στον κόσμο των αγορών είναι ότι θα δούμε σίγουρα μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων τον Μάιο, ενδεχομένως και μία δεύτερη τον Ιούνιο και εκεί ο κύκλος των αυξήσεων θα ολοκληρωθεί. Άγνωστο, όμως, είναι το χρονικό διάστημα που θα παραμείνουν τα επιτόκια στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. 

Μετά τις αυξήσεις του Μαρτίου, το βασικό επιτόκιο της Fed διαμορφώνεται στο εύρος 4,75%-5%, τα επιτόκια της ΕΚΤ, καταθέσεων και αναχρηματοδότησης, ορίζονται στο 3% και 3,50% αντίστοιχα, ενώ το βασικό επιτόκιο της Τράπεζας της Αγγλίας βρίσκεται πλέον στο 4,25%. Οι απόψεις διίστανται για το πόσο ψηλά θα φτάσουν τα επιτόκια, όμως πλέον ξέρουμε ότι το τέλος των αυξήσεων είναι κοντά. Το επιτόκιο της Fed ενδέχεται να κορυφωθεί στο εύρος 5%-5,25%, το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ στο 3,25% ή 3,50% και το επιτόκιο της BoE στο 4,50%.

Καθώς οι χρηματοδοτικές συνθήκες θα επιδεινώνονται εξαιτίας της αβεβαιότητας στον τραπεζικό κλάδο και θα επηρεάζουν την οικονομία, η ζήτηση θα υποχωρεί και μαζί της ο πληθωρισμός και κάπως έτσι οι κεντρικές τράπεζες θα κληθούν κάποια στιγμή να αλλάξουν κατεύθυνση, μειώνοντας τα επιτόκια. 

Θα δούμε την πρώτη μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2023; Ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν πως όχι μόνο θα δούμε αλλαγή στάσης φέτος αλλά και μείωση των επιτοκίων κατά 1 ποσοστιαία μονάδα έως τον Δεκέμβριο. Όλα αυτά, βέβαια, μένουν να αποδειχτούν στην πράξη, αφού σε ορισμένες οικονομίες, όπως λ.χ. της Μ. Βρετανίας, ο πληθωρισμός συνεχίζει να καλπάζει πάνω από το 10%, γεγονός που απαιτεί ακόμη πιο επιθετική προσέγγιση στο θέμα των επιτοκίων. Βέβαια, η περίπτωση της βρετανικής οικονομίας είναι πιο δύσκολη από των ΗΠΑ και της Ευρωζώνης καθώς βρίσκεται ήδη σε ύφεση και δεν αποκλείεται να παραμείνει σε ύφεση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. 

Τζερόμ Πάουελ, Κριστίν Λαγκάρντ και Άντριου Μπέιλι, συμφωνούν ότι βασική προτεραιότητα παραμένει η πτώση του πληθωρισμού και η καταπολέμηση της ακρίβειας, ωστόσο, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, ο στόχος της ομαλής προσγείωσης των οικονομιών, ήτοι της εξασθένησης του πληθωρισμού χωρίς να προκληθεί ύφεση, απομακρύνεται. 

Για την ώρα τουλάχιστον, οι κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζουν τον πληθωρισμό και τα προβλήματα των τραπεζών ως δύο διαφορετικά ζητήματα. Συνεχίζουν να αυξάνουν τα επιτόκια και ταυτόχρονα σβήνουν τη φωτιά στις τράπεζες με μέτρα όπως η παροχή της απαιτούμενης ρευστότητας και η εγγύηση των καταθέσεων για τις αμερικανικές τράπεζες και η διευκόλυνση συγχωνεύσεων, όπως έγινε στην περίπτωση των UBS και Credit Suisse

Από πέρσι, όταν άρχισαν οι κεντρικές τράπεζες να αυξάνουν τα επιτόκια, πολλοί αναλυτές προειδοποιούσαν ότι οι επιπτώσεις της σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής θα καθυστερούσαν να γίνουν αισθητές. Η εμφάνιση προβλημάτων στον τραπεζικό κλάδο αποτελούσε πάντοτε μία απειλή, της οποίας τη δυναμική είδαμε τον τελευταίο μήνα.

Το τι ακριβώς θα συμφωνήσουν οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης στις 4 Μαΐου θα εξαρτηθεί από τα στοιχεία που θα έχουν τότε στα χέρια τους. Στις 27 Απριλίου αναμένονται τα τριμηνιαία στοιχεία για τη βιομηχανία, όπου οι επιχειρήσεις αναφέρουν τους οικονομικούς παράγοντες που περιορίζουν την παραγωγή. Στις 2 Μαΐου, η ΕΚΤ θα δημοσιεύσει τα στοιχεία για τους όγκους δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ θα υπάρχει εικόνα και για τον πληθωρισμό Απριλίου. 

Δύο ημέρες μετά θα συνεδριάσει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ και αν κρίνουμε από το τεταμένο κλίμα του Μαρτίου, αυξάνονται οι πιθανότητες να δούμε ξανά το συμβούλιο να χωρίζεται στα δύο. Ο Γιάννης Στουρνάρας εκτίμησε χθες ότι βρισκόμαστε κοντά στο τέλος αύξησης των επιτοκίων. Η αλήθεια είναι ότι οι εκπρόσωποι του Νότου έχουν εκφράσει ανοιχτά την πεποίθηση ότι οι αυξήσεις επιτοκίων έπρεπε να γίνουν πιο σταδιακά και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μετά τις αναταράξεις που προκάλεσαν οι Credit Suisse και Deutsche Bank, το γερμανικό λόμπι δεν μπορεί εύκολα να επιβληθεί.