Επενδυτική βαθμίδα: Κοιτάζοντας πέρα από την αναβάθμιση του Σεπτεμβρίου
Shutterstock
Shutterstock

Επενδυτική βαθμίδα: Κοιτάζοντας πέρα από την αναβάθμιση του Σεπτεμβρίου

Οι πολιτικές εκκρεμότητες έκλεισαν το βράδυ της Κυριακής και πλέον η αγορά έχει ένα ξέφωτο τεσσάρων ετών για να υλοποιήσει το πρόγραμμα της. Βασική προτεραιότητα μεταξύ άλλων είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, το επενδυτικό αξιόχρεο του δανεισμού της χώρας το οποίο θα έχει θετική επίδραση στο κόστος δανεισμού της χώρας, αλλά και των επιχειρήσεων. 

Έχει αναγνωριστεί από πολλές πλευρές η χρησιμότητα μιας τέτοιας εξέλιξης: Οι άμεσοι ενδιαφερόμενοι είναι οι συστημικές τράπεζες, οι οποίες θα κληθούν έως το 2025 να καλύψουν εκδόσεις ομολόγων έως 8 δισ. ευρώ προκειμένου να καλύψουν τους δείκτες MREL.

Επίσης, η αποδοχή των κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ για την παροχή ρευστότητας χωρίς κούρεμα επί της ονομαστικής τους αξίας θα βελτίωνε την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων. Σε δεύτερο χρόνο οι επιχειρήσεις που πληρούν τα τυπικά κριτήρια στους δείκτες μόχλευσης θα μπορούσαν να απευθυνθούν στο εξωτερικό αναζητώντας περισσότερα και ποιοτικότερα κεφάλαια χωρίς να αντιμετωπίζουν το επιτόκιο της χώρας ως «ταβάνι» στο κόστος χρηματοδότησης. Τέλος, η μείωση του κόστους κεφαλαίου και του ασφάλιστρου κινδύνου θα έδινε ένα επιπλέον ανοδικό περιθώριο στην αποτίμηση των ελληνικών αξιών.

Η επενδυτική βαθμίδα δεν εξαντλείται ως προορισμός το Σεπτέμβριο. Έχει έξι σκαλοπάτια μέχρι το απόλυτο «ΑΑΑ» και τέσσερις αξιολογητές που εκτός από την Κεντρική Τράπεζα η κρίση τους γίνεται αποδεκτή και από τους διαχειριστές που επενδύουν αποκλειστικά στο επενδυτικό αξιόχρεο. Το οποίο σημαίνει ότι από τον Σεπτέμβριο και μετά εκτός από το στόχο διατήρησης του επενδυτικού κεκτημένου θα υπάρχει και ένα κίνητρο απόδοσης της οικονομίας για την κατάκτηση μιας επιπλέον βαθμίδας ή για την αύξηση της ετυμηγορίας των αξιολογητών. 

Το 2026 η Ελλάδα θα έχει τις διπλάσιες χρηματοδοτικές ανάγκες απ' ό,τι είχε το 2023: Σχεδόν 13 δισ. ευρώ σε λήξεις ομολόγων, ενώ και το 2027 οι λήξεις θα είναι κοντά στο διόλου ευκαταφρόνητο ύψος των 12 δισ. ευρώ. Πρόκειται για την πιο απαιτητική διετία σε ανάγκες χρηματοδότησης δημοσίου χρέους έως το… 2070!

Η επενδυτική βαθμίδα εκτός από τη διευκόλυνση στην εύρεση ενδιαφερομένων και το χαμηλότερο αγοραίο επιτόκιο θα εξοικονομήσει κεφάλαια για τον λεγόμενο «δημοσιονομικό χώρο» εκείνης της περιόδου. Η δημοσιονομική ρήτρα διαφυγής από το 2024 θα λήξει και το πρωτογενές πλεόνασμα «πρέπει» να ισοφαρίζει τους τόκους του κεφαλαίου. Εννοείται φυσικά ότι δεν χρειάζεται να φτάσουμε στο 2026 για να αποκτηθεί ένα ακόμα σκαλοπάτι, αφού οι αγορές είναι αρκούντως ενημερωμένες για όλα και εδώ ισχύει το «των φρονίμων τα παιδιά». 

Όσο λοιπόν ψηλότερα στη σχετική κατάταξη, τόσο το καλύτερο. Και επειδή το 2027 θα είναι μια εκλογική χρονιά το κυβερνών κόμμα έχει κάθε λόγο να προσπαθήσει να κρατήσει αυτόν το στόχο ή ακόμα και να τον βελτιώσει. Αν μη τι άλλο θα είναι κάτι που θα μπορεί να το κεφαλαιοποιήσει και πολιτικά.