Eurobank: Το «portfolio» ακινήτων και η αξιοποίησή του

Eurobank: Το «portfolio» ακινήτων και η αξιοποίησή του

Συνολικά 251 ακίνητα με λογιστική αξία 1,3 δισ. ευρώ περιλαμβάνει το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της Eurobank το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από ακίνητα στην Ελλάδα. Τα ακίνητα του επενδυτικού χαρτοφυλακίου αποφέρουν συνολικό ετήσιο έσοδο 88 εκατ. ευρώ

Τα 62 ακίνητα με γραφεία είναι αυτά που έχουν τη μεγαλύτερη αξία στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο της τράπεζας με το book value να προσδιορίζεται στα 443 εκατ. ευρώ, έναντι λογιστικής αξίας 341 εκατ. ευρώ των 33 σούπερ μάρκετ και άλλων μεγάλων χώρων (big boxes) που ακολουθούν.

Τα περισσότερα ακίνητα του επενδυτικού χαρτοφυλακίου είναι τα 80 εμπορικά καταστήματα λογιστικής αξίας 166 εκατ. ευρώ. Περιλαμβάνονται ακόμα 26 ακίνητα μικτής χρήσης και αξίας 184 εκατ. ευρώ, 22 ακίνητα logistics (96 εκατ. ευρώ) και 28 ακίνητα με διάφορες ειδικές χρήσεις, όπως τα προσδιορίζει η τράπεζα τα οποία αποτιμώνται σε 72 εκατ. ευρώ.

Οι χώροι των γραφείων αποτιμώνται στο 34% της συνολικής λογιστικής αξίας των επενδυτικών ακινήτων και αποφέρουν αντίστοιχα το 34% των ενοικίων με 29 εκατ. ευρώ ετησίως. Ακολουθούν σούπερ μάρκετ και μεγάλοι χώροι που αποφέρουν 25 εκατ. ευρώ ή το 28% των εσόδων και αντιστοιχούν στο 26% της αξίας των ακινήτων. Βεβαίως η αξία σχετιζόμενη με τον ωφέλιμο χώρο προς ενοικίαση είναι υψηλότερη στα ακίνητα μικτής χρήσης (2,354 ευρώ ανά τ.μ.) όπως και η απόδοση σε σχέση με τον διαθέσιμο χώρο είναι μεγαλύτερα για τα εμπορικά καταστήματα (8%).

Τα ακίνητα του επενδυτικού χαρτοφυλακίου είναι αποκλειστικά ελληνικά. Η διευκρίνιση αυτή είναι σημαντική όπως προέκυψε από τις ερωτήσεις των αναλυτών ξένων οίκων, στο Διευθύνοντα Σύμβουλο της Eurobank Φωκίωνα Καραβία.

Η ερώτηση αφορούσε την έκθεση της τράπεζας στο εμπορικό real estate, (commercial treal estate), καθώς η πτώση των τιμών των ακινήτων στο εξωτερικό αποτελεί αυτή τη στιγμή το δεύτερο πονοκέφαλο των διεθνών τραπεζών, καθώς οι τιμές στο εξωτερικό έχουν επηρεασθεί από την άνοδο των επιτοκίων και τη μηδενική ανάπτυξη, ενώ στην Ελλάδα οι τιμές συνεχίζουν να είναι ανθεκτικές και η τάση παραμένει ανοδική, όπως είπε ο κ. Καραβίας.

Ο CEO της Eurobank, επικαλέστηκε και τα στοιχεία της ΤτΕ σχετικά, τα οποία κατέγραψαν άνοδο των οικιστικών ακινήτων 12,2% στο τέλος του 2022, ενώ παραμένει η εκτίμηση για αύξηση της αξίας και των εμπορικών ακινήτων αλλά με μικρότερο ρυθμό. Να σημειωθεί ωστόσο ότι στην Ελλάδα η τάση για τα ακίνητα είναι διαφορετική από αυτήν του εξωτερικού, καθώς οι τιμές παραμένουν χαμηλότερα από αυτές της κορύφωσης του 2007 και τώρα αποδεικνύονται πιο ανθεκτικά στην ευρωπαϊκή και αμερικανική διόρθωση για αυτό ο κ. Καραβίας έκανε τη σχετική διευκρίνιση για το αποκλειστικά ελληνικό χαρτοφυλάκιο.

Πάντως ο κ. Καραβίας έδωσε και πληροφορίες για τα δάνεια που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με ακίνητα. Η έκθεση της Eurobank είναι εξαιρετικά μικρή με 4% του χαρτοφυλακίου των δανείων να αφορά ακίνητα με υποθηκευμένη αξία ακινήτων η οποία φθάνει τα 1,7 δισ. ευρώ, σε ένα χαρτοφυλάκιο με συνολικό υπόλοιπο δανείων που ξεπερνά τα 41 δισ. ευρώ. 

Η συνολική έμμεση έκθεση λόγω δανείων αν υπολογιστούν και τα επιχειρηματικά δάνεια φθάνει τα 6,4 δισ. ευρώ, με επιπλέον 4,7 δισ. ευρώ σε επιχειρηματικά δάνεια, τα οποία όμως δεν είναι δανεισμός για real estate, αφού τα δάνεια φορούν επιχειρήσεις στο χώρο του τουρισμού, της υγείας, των υποδομών, του εμπορίου, των κατασκευών και της βιομηχανίας. 

Τέλος στο χαρτοφυλάκιο wealth management της τράπεζας περιλαμβάνονται ακίνητα αξίας 300-400 εκατ. ευρώ στο Λονδίνο.

Να σημειωθεί ότι τα δάνεια για εμπορικά και επαγγελματικά ακίνητα στο σύνολο του δανεισμού, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ (Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας), κυμαίνονται μεταξύ 3% (Λουξεμβούργο) και 19% (Εσθονία) στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα είναι στο 11% και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι περίπου στο 7%. Αυτό το νούμερο όμως περιλαμβάνει και δάνεια προς χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις. 

Αντίστοιχα στα δάνεια μόνο προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη φθάνουν το 11%-73% με την Κύπρο να έχει λόγω τουριστικών υποδομών το μεγαλύτερο ποσοστό. Η Ελλάδα με ποσοστό 28% είναι κοντά στο ευρωπαϊκό μέσο όρο (περίπου 23%).