Η «ανοσία» των ελληνικών τραπεζών απέναντι στην κρίση
Shutterstock
Shutterstock

Η «ανοσία» των ελληνικών τραπεζών απέναντι στην κρίση

O κατάλογος των ατυχημάτων στο αμερικανικό περιφερειακό τραπεζικό σύστημα, αυξάνεται με τις ευθύνες να κατανέμονται εντός, αλλά και εκτός των τραπεζών που κατέρρευσαν. Τόσο η Silicon Valley Bank όσο και η First Republic Bank, ακολουθούσαν συγκεκριμένα μοντέλα ανάπτυξης που ενείχαν κινδύνους στρεβλώσεων, ενώ παράλληλα δεν ασκούσαν μια συνετή διαχείριση του ρίσκου των χαρτοφυλακίων τους.

Η Fed της Πολιτείας της Καλιφόρνιας από την πλευρά της προφανώς και εφάρμοζε χαμηλής ποιότητας ελεγκτικές μεθόδους όσον αφορά τους μηνιαίους ελέγχους της κεφαλαιακής επάρκειας και του ύψους των καταθέσεων των τραπεζών. Ταυτόχρονα οι ευθύνες φτάνουν μέχρι τον Λευκό Οίκο και τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα, αφού επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, είχε χαλαρώσει το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ.

Επομένως εκτός από μια πρόσκαιρη ίσως πίεση που μπορεί να δεχθούν οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών, αν και εφόσον γενικευθεί η τραπεζική και χρηματιστηριακή αναταραχή, οφείλουμε να εξετάσουμε αν το εγχώριο τραπεζικό σύστημα μπορεί να κινδυνέψει, από τις αιτίες που προκάλεσαν εκ νέου μια τραπεζική αναταραχή στις ΗΠΑ.

Είναι το μοντέλο ανάπτυξης των ελληνικών τραπεζών επισφαλές; Ενέχει κινδύνους; Είναι εκτεθειμένο σε προϊόντα και εργαλεία που χαρακτηρίζονται από υψηλό ρίσκο;

Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν αφήσει πίσω τους ήδη από το 2021 και τα τελευταία σημάδια από την κρίση της περιόδου 2010 - 2016. Μιας επώδυνης περιόδου που είχε ξεκινήσει από την «εν τοις πράγμασι» πτώχευση του ελληνικού δημοσίου και είχε περάσει μέσα από το PSI, τα capital controls και τις ανακεφαλαιοποιήσεις.

Από το 2017 και μετά ακολούθησε η περίοδος της ανάρρωσης των τραπεζικών λογιστικών καταστάσεων και της εξυγίανσης τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα γνωστά σε όλους μας «κόκκινα δάνεια».

Επομένως από το 2022 και μετά, οι τράπεζες έχουν ξεπεράσει τον σκόπελο από τους κινδύνους που έκρυβε το βάρος των κόκκινων δανείων. Και από εκείνη τη στιγμή άρχισαν να λειτουργούν και πάλι σαν πραγματικές τράπεζες, προσελκύοντας καταθέσεις και χορηγώντας δανειοδοτήσεις. Η καταθετική βάση των τραπεζών παραμένει ισχυρή. Η πιστωτική επέκταση των τραπεζών βαίνει αυξανόμενη, αλλά προσεκτική. Οι τράπεζες ακολουθούν με ευλάβεια τα αυστηρά τραπεζικά κριτήρια δανειοδοτήσεων, αφού οι σημερινές διοικήσεις δεν θέλουν να ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο του εύκολου, αλλά μη εξυπηρετούμενου δανεισμού.

Και ήδη από το Q1 του 2023 αναμένεται να μεταβληθεί και η ποιότητα των κερδών των τραπεζών, αφού θα υποχωρήσουν τα μη επαναλαμβανόμενα κέρδη, έναντι των επαναλαμβανόμενων. Και αυτό είναι ένα σημαντικό γεγονός, που θα επιτρέψει στους ευρωπαϊκούς εποπτικούς μηχανισμούς να δώσουν το «οk» για τη διανομή μερισμάτων από τα κέρδη της τρέχουσας οικονομικής χρήσης του 2023.  

Μόλις την περασμένη εβδομάδα ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P Global Ratings αναβάθμισε το αξιόχρεο όλων των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Το αξιόχρεο της Εθνικής Τράπεζας, της Eurobank και της Alpha Bank αναβαθμίστηκε από «Β+» σε «BB-» με θετικές προοπτικές, ενώ το αξιόχρεο της Τράπεζας Πειραιώς από «B» σε «B+» με επίσης θετικές προοπτικές.

Όσον αφορά τα ερωτήματα σχετικά με τη κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, ακόμα και η «δύσκολη» στις θετικές της εκθέσεις Goldman Sachs και πάλι την περασμένη εβδομάδα, ανέφερε πως αναμένει θετική δυναμική  του δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων κεφαλαίων ROTE (Return on Tangible Equity) και του  δείκτη κεφαλαίων CET1 (Common Equity Tier 1).

Σημείωσε παράλληλα ότι  οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν από τα ισχυρότερα αποθέματα ρευστότητας ανάμεσα στις τράπεζες της Ευρωζώνης, με τον μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας LCR (liquidity coverage ratio) να βρίσκεται στο 198%, έναντι 153% που είναι ο αντίστοιχος μέσος όρος στη Ευρωζώνη και με τον μέσο δείκτη LDR (loan to deposit ratio) να βρίσκεται στο 0,7x έναντι 0,9x που είναι ο αντίστοιχος μέσος δείκτης στις τράπεζες της Ευρωζώνης. H υψηλή συμμετοχή της αναβαλλόμενης φορολογίας στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών αναμένεται να αποκλιμακωθεί, όσο οι τραπεζικά αποτελέσματα χρήσεων παρουσιάζουν κέρδη.

Από τα προαναφερθέντα, μπορούμε να καταλήξουμε με σχετική ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρουσιάζει μια ισχυρή «ανοσία» απέναντι στις αιτίες και τα συμπτώματα της νέας τραπεζικής κρίσης που εξελίσσεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.